A greek bible with only the stress accent?

Does anyone know if logos has a greek bible with only the stress accent (the strong syllable) and not all other diacritics. So NO ἀγαθός, but JUST αγαθός? I do have plenty of bibles with all diacritics and others with no diacritics at all, but none with just the stress.Thanks
Comments
-
How about only the stress accents plus breathings and punctuation? The text below is from https://www.logos.com/product/29980/nestle-aland-greek-new-testament-28th-edition-with-critical-apparatus But you can experiment with other Greek Testaments.
You can go to "Visual filters" (the triangle of three dots on the "resource tool bar") and scroll down to "Resource" then "Bible text only". Click the down arrow to open the list and start unchecking and checking to find your preference.
0 -
How about the following containing only accents, breathings, and punctuation?
Start with "Visual filters" (the triangle of three dots on the "resource tool bar", select "Resource", then "Bible text only". Click the down arrowhead and start checking/unchecking the options to find your preference.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς·
p 15 Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφήκαμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Kurt Aland, Barbara Aland, et al., Novum Testamentum Graece, 28th Edition. (Stuttgart: Deutsche Bibelgesellschaft, 2012), Mt 6:9–13.0 -
-
BTW, this is what you see when reading a modern greek bible, and this is what I'm hoping to achieve with logos [:)]:
O προαιώνιος Θεός Λόγος1ΣTHN αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς τον Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος. 2Aυτός ήταν στην αρχή προς τον Θεό. 3Όλα έγιναν διαμέσου αυτού· και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε ένα το οποίο έχει γίνει. 4Mέσα σ’ αυτόν ήταν ζωή, και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. 5Kαι το φως μέσα στο σκοτάδι φέγγει, και το σκοτάδι δεν το κατέλαβε.0 -
Hi,
I made such version of the Greek Bible.
E-mail me.
angelo.destefano@gmail.com
0 -
Hi,
here is the text of the Genesis (Rahlfs LXX).
Enjoy it and write me for the whole Bible.
Greetings,
ΓΕΝΕΣΙΣ
Gen 1:1
Εν αρχή εποίησεν ο θεός τον ουρανόν και την γήν. 2 η δε γή ήν αόρατος και ακατασκεύαστος, και σκότος επάνω της αβύσσου, και πνεύμα θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. 3 και είπεν ο θεός Γενηθήτω φώς. και εγένετο φώς. 4 και είδεν ο θεός το φως ότι καλόν. και διεχώρισεν ο θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. 5 και εκάλεσεν ο θεός το φως ημέραν και το σκότος εκάλεσεν νύκτα. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα μία. 6 Και είπεν ο θεός Γενηθήτω στερέωμα εν μέσω του ύδατος και έστω διαχωρίζον ανά μέσον ύδατος και ύδατος. και εγένετο ούτως. 7 και εποίησεν ο θεός το στερέωμα, και διεχώρισεν ο θεός ανά μέσον του ύδατος, ο ήν υποκάτω του στερεώματος, και ανά μέσον του ύδατος του επάνω του στερεώματος. 8 και εκάλεσεν ο θεός το στερέωμα ουρανόν. και είδεν ο θεός ότι καλόν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα δευτέρα. 9 Και είπεν ο θεός Συναχθήτω το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά. και εγένετο ούτως. και συνήχθη το ύδωρ το υποκάτω του ουρανού εις τας συναγωγάς αυτών, και ώφθη η ξηρά. 10 και εκάλεσεν ο θεός την ξηράν γήν και τα συστήματα των υδάτων εκάλεσεν θαλάσσας. και είδεν ο θεός ότι καλόν. – 11 και είπεν ο θεός Βλαστησάτω η γή βοτάνην χόρτου, σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ού το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γής. και εγένετο ούτως. 12 και εξήνεγκεν η γή βοτάνην χόρτου, σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ού το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γής. και είδεν ο θεός ότι καλόν. 13 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα τρίτη. 14 Και είπεν ο θεός Γενηθήτωσαν φωστήρες εν τω στερεώματι του ουρανού εις φαύσιν της γής του διαχωρίζειν ανά μέσον της ημέρας και ανά μέσον της νυκτός και έστωσαν εις σημεία και εις καιρούς και εις ημέρας και εις ενιαυτούς 15 και έστωσαν εις φαύσιν εν τω στερεώματι του ουρανού ώστε φαίνειν επί της γής. και εγένετο ούτως. 16 και εποίησεν ο θεός τους δύο φωστήρας τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μέγαν εις αρχάς της ημέρας και τον φωστήρα τον ελάσσω εις αρχάς της νυκτός, και τους αστέρας. 17 και έθετο αυτούς ο θεός εν τω στερεώματι του ουρανού ώστε φαίνειν επί της γής 18 και άρχειν της ημέρας και της νυκτός και διαχωρίζειν ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. και είδεν ο θεός ότι καλόν. 19 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα τετάρτη. 20 Και είπεν ο θεός Εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά ψυχών ζωσών και πετεινά πετόμενα επί της γής κατά το στερέωμα του ουρανού. και εγένετο ούτως. 21 και εποίησεν ο θεός τα κήτη τα μεγάλα και πάσαν ψυχήν ζώων ερπετών, α εξήγαγεν τα ύδατα κατά γένη αυτών, και παν πετεινόν πτερωτόν κατά γένος. και είδεν ο θεός ότι καλά. 22 και ηυλόγησεν αυτά ο θεός λέγων Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε τα ύδατα εν ταις θαλάσσαις, και τα πετεινά πληθυνέσθωσαν επί της γής. 23 και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα πέμπτη. 24 Και είπεν ο θεός Εξαγαγέτω η γή ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα και ερπετά και θηρία της γής κατά γένος. και εγένετο ούτως. 25 και εποίησεν ο θεός τα θηρία της γής κατά γένος και τα κτήνη κατά γένος και πάντα τα ερπετά της γής κατά γένος αυτών. και είδεν ο θεός ότι καλά. – 26 και είπεν ο θεός Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής. 27 και εποίησεν ο θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. 28 και ηυλόγησεν αυτούς ο θεός λέγων Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γής και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής. 29 και είπεν ο θεός Ιδού δέδωκα υμίν παν χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ο εστιν επάνω πάσης της γής, και παν ξύλον, ο έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου – υμίν έσται εις βρώσιν – 30 και πάσι τοις θηρίοις της γής και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και παντί ερπετώ τω έρποντι επί της γής, ο έχει εν εαυτώ ψυχήν ζωής, πάντα χόρτον χλωρόν εις βρώσιν. και εγένετο ούτως. 31 και είδεν ο θεός τα πάντα, όσα εποίησεν, και ιδού καλά λίαν. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί, ημέρα έκτη.
Gen 2:1
Καί συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γή και πας ο κόσμος αυτών. 2 και συνετέλεσεν ο θεός εν τή ημέρα τή έκτῃ τα έργα αυτού, α εποίησεν, και κατέπαυσεν τή ημέρα τή εβδόμῃ από πάντων των έργων αυτού, ων εποίησεν. 3 και ηυλόγησεν ο θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν, ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ων ήρξατο ο θεός ποιήσαι. 4 Αύτη η βίβλος γενέσεως ουρανού και γής, ότε εγένετο, ή ημέρα εποίησεν ο θεός τον ουρανόν και την γήν 5 και παν χλωρόν αγρού προ του γενέσθαι επί της γής και πάντα χόρτον αγρού προ του ανατείλαι· ου γαρ έβρεξεν ο θεός επί την γήν, και άνθρωπος ουκ ήν εργάζεσθαι την γήν, 6 πηγή δε ανέβαινεν εκ της γής και επότιζεν παν το πρόσωπον της γής. 7 και έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον χούν από της γής και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν. 8 Και εφύτευσεν κύριος ο θεός παράδεισον εν Εδεμ κατά ανατολάς και έθετο εκεί τον άνθρωπον, ον έπλασεν. 9 και εξανέτειλεν ο θεός έτι εκ της γής παν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν και το ξύλον της ζωής εν μέσω τω παραδείσω και το ξύλον του ειδέναι γνωστόν καλού και πονηρού. 10 ποταμός δε εκπορεύεται εξ Εδεμ ποτίζειν τον παράδεισον· εκείθεν αφορίζεται εις τέσσαρας αρχάς. 11 όνομα τω ενί Φισων· ούτος ο κυκλών πάσαν την γήν Ευιλατ, εκεί ού εστιν το χρυσίον· 12 το δε χρυσίον της γής εκείνης καλόν· και εκεί εστιν ο άνθραξ και ο λίθος ο πράσινος. 13 και όνομα τω ποταμώ τω δευτέρω Γηων· ούτος ο κυκλών πάσαν την γήν Αιθιοπίας. 14 και ο ποταμός ο τρίτος Τίγρις· ούτος ο πορευόμενος κατέναντι Ασσυρίων. ο δε ποταμός ο τέταρτος, ούτος Ευφράτης. 15 Και έλαβεν κύριος ο θεός τον άνθρωπον, ον έπλασεν, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν. 16 και ενετείλατο κύριος ο θεός τω Αδαμ λέγων Απο παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φάγῃ, 17 από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού· ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε. 18 Και είπεν κύριος ο θεός Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ’ αυτόν. 19 και έπλασεν ο θεός έτι εκ της γής πάντα τα θηρία του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού και ήγαγεν αυτά πρός τον Αδαμ ιδείν, τί καλέσει αυτά, και πάν, ο εάν εκάλεσεν αυτό Αδαμ ψυχήν ζώσαν, τούτο όνομα αυτού. 20 Και εκάλεσεν Αδαμ ονόματα πάσιν τοις κτήνεσιν και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και πάσι τοις θηρίοις του αγρού, τω δε Αδαμ ουχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώ. – 21 και επέβαλεν ο θεός έκστασιν επί τον Αδαμ, και ύπνωσεν· και έλαβεν μίαν των πλευρών αυτού και ανεπλήρωσεν σάρκα αντ αυτής. 22 και ωκοδόμησεν κύριος ο θεός την πλευράν, ην έλαβεν από του Αδαμ, εις γυναίκα και ήγαγεν αυτήν πρός τον Αδαμ. 23 και είπεν Αδαμ Τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σάρξ εκ της σαρκός μου· αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής ελήμφθη αύτη. 24 ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού και προσκολληθήσεται πρός την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. 25 και ήσαν οι δύο γυμνοί, ο τε Αδαμ και η γυνή αυτού, και ουκ ησχύνοντο.
Gen 3:1
Ο δε όφις ήν φρονιμώτατος πάντων των θηρίων των επί της γής, ων εποίησεν κύριος ο θεός· και είπεν ο όφις τή γυναικί Τί ότι είπεν ο θεός Ου μή φάγητε από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω; 2 και είπεν η γυνή τω όφει Απο καρπού ξύλου του παραδείσου φαγόμεθα, 3 από δε καρπού του ξύλου, ο εστιν εν μέσω του παραδείσου, είπεν ο θεός Ου φάγεσθε απ’ αυτού ουδέ μή άψησθε αυτού, ίνα μή αποθάνητε. 4 και είπεν ο όφις τή γυναικί Ου θανάτω αποθανείσθε· 5 ήδει γαρ ο θεός ότι εν ή αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί γινώσκοντες καλόν και πονηρόν. 6 και είδεν η γυνή ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίόν εστιν του κατανοήσαι, και λαβούσα του καρπού αυτού έφαγεν· και έδωκεν και τω ανδρί αυτής μετ’ αυτής, και έφαγον. 7 και διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των δύο, και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, και έρραψαν φύλλα συκής και εποίησαν εαυτοίς περιζώματα. 8 Και ήκουσαν την φωνήν κυρίου του θεού περιπατούντος εν τω παραδείσω το δειλινόν, και εκρύβησαν ο τε Αδαμ και η γυνή αυτού από προσώπου κυρίου του θεού εν μέσω του ξύλου του παραδείσου. 9 και εκάλεσεν κύριος ο θεός τον Αδαμ και είπεν αυτώ Αδαμ, πού εί; 10 και είπεν αυτώ Την φωνήν σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην, ότι γυμνός ειμι, και εκρύβην. 11 και είπεν αυτώ Τίς ανήγγειλέν σοι ότι γυμνός εί; μή από του ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μή φαγείν απ’ αυτού, έφαγες; 12 και είπεν ο Αδαμ Η γυνή, ην έδωκας μετ’ εμού, αύτη μοι έδωκεν από του ξύλου, και έφαγον. 13 και είπεν κύριος ο θεός τή γυναικί Τί τούτο εποίησας; και είπεν η γυνή Ο όφις ηπάτησέν με, και έφαγον. 14 και είπεν κύριος ο θεός τω όφει Ότι εποίησας τούτο, επικατάρατος συ από πάντων των κτηνών και από πάντων των θηρίων της γής· επί τω στήθει σου και τή κοιλία πορεύσῃ και γήν φάγῃ πάσας τας ημέρας της ζωής σου. 15 και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν. 16 και τή γυναικί είπεν Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου, εν λύπαις τέξῃ τέκνα· και πρός τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει. 17 τω δε Αδαμ είπεν Ότι ήκουσας της φωνής της γυναικός σου και έφαγες από του ξύλου, ού ενετειλάμην σοι τούτου μόνου μή φαγείν απ’ αυτού, επικατάρατος η γή εν τοις έργοις σου· εν λύπαις φάγῃ αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου· 18 ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι, και φάγῃ τον χόρτον του αγρού. 19 εν ιδρώτι του προσώπου σου φάγῃ τον άρτον σου έως του αποστρέψαι σε εις την γήν, εξ ής ελήμφθης· ότι γή εί και εις γήν απελεύσῃ. – 20 και εκάλεσεν Αδαμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων. 21 Και εποίησεν κύριος ο θεός τω Αδαμ και τή γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς. – 22 και είπεν ο θεός Ιδού Αδαμ γέγονεν ως είς εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, και νυν μήποτε εκτείνῃ την χείρα και λάβῃ του ξύλου της ζωής και φάγῃ και ζήσεται εις τον αιώνα. 23 και εξαπέστειλεν αυτόν κύριος ο θεός εκ του παραδείσου της τρυφής εργάζεσθαι την γήν, εξ ής ελήμφθη. 24 και εξέβαλεν τον Αδαμ και κατώκισεν αυτόν απέναντι του παραδείσου της τρυφής και έταξεν τα χερουβιμ και την φλογίνην ρομφαίαν την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής.
Gen 4:1
Αδαμ δε έγνω Ευαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκεν τον Καιν και είπεν Εκτησάμην άνθρωπον διά του θεού. 2 και προσέθηκεν τεκείν τον αδελφόν αυτού τον Αβελ. και εγένετο Αβελ ποιμήν προβάτων, Καιν δε ήν εργαζόμενος την γήν. 3 και εγένετο μεθ’ ημέρας ήνεγκεν Καιν από των καρπών της γής θυσίαν τω κυρίω, 4 και Αβελ ήνεγκεν και αυτός από των πρωτοτόκων των προβάτων αυτού και από των στεάτων αυτών. και επείδεν ο θεός επί Αβελ και επί τοις δώροις αυτού, 5 επί δε Καιν και επί ταις θυσίαις αυτού ου προσέσχεν. και ελύπησεν τον Καιν λίαν, και συνέπεσεν τω προσώπω. 6 και είπεν κύριος ο θεός τω Καιν Ἵνα τί περίλυπος εγένου, και ίνα τί συνέπεσεν το πρόσωπόν σου; 7 ουκ, εάν ορθώς προσενέγκῃς, ορθώς δε μή διέλῃς, ήμαρτες; ησύχασον· πρός σε η αποστροφή αυτού, και συ άρξεις αυτού. 8 και είπεν Καιν πρός Αβελ τον αδελφόν αυτού Διέλθωμεν εις το πεδίον. και εγένετο εν τω είναι αυτούς εν τω πεδίω και ανέστη Καιν επί Αβελ τον αδελφόν αυτού και απέκτεινεν αυτόν. 9 και είπεν ο θεός πρός Καιν Πού εστιν Αβελ ο αδελφός σου; ο δε είπεν Ου γινώσκω· μή φύλαξ του αδελφού μού ειμι εγώ; 10 και είπεν ο θεός Τί εποίησας; φωνή αίματος του αδελφού σου βοά πρός με εκ της γής. 11 και νυν επικατάρατος συ από της γής, η έχανεν το στόμα αυτής δέξασθαι το αίμα του αδελφού σου εκ της χειρός σου· 12 ότι εργά την γήν, και ου προσθήσει την ισχύν αυτής δούναί σοι· στένων και τρέμων εσῃ επί της γής. 13 και είπεν Καιν πρός τον κύριον Μείζων η αιτία μου του αφεθήναί με· 14 ει εκβάλλεις με σήμερον από προσώπου της γής και από του προσώπου σου κρυβήσομαι, και έσομαι στένων και τρέμων επί της γής, και έσται πας ο ευρίσκων με αποκτενεί με. 15 και είπεν αυτώ κύριος ο θεός Ουχ ούτως· πας ο αποκτείνας Καιν επτά εκδικούμενα παραλύσει. και έθετο κύριος ο θεός σημείον τω Καιν του μή ανελείν αυτόν πάντα τον ευρίσκοντα αυτόν. 16 εξήλθεν δε Καιν από προσώπου του θεού και ώκησεν εν γή Ναιδ κατέναντι Εδεμ. 17 Και έγνω Καιν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκεν τον Ενωχ· και ήν οικοδομών πόλιν και επωνόμασεν την πόλιν επί τω ονόματι του υιού αυτού Ενωχ. 18 εγενήθη δε τω Ενωχ Γαιδαδ, και Γαιδαδ εγέννησεν τον Μαιηλ, και Μαιηλ εγέννησεν τον Μαθουσαλα, και Μαθουσαλα εγέννησεν τον Λαμεχ. 19 και έλαβεν εαυτώ Λαμεχ δύο γυναίκας, όνομα τή μιά Αδα, και όνομα τή δευτέρα Σελλα. 20 και έτεκεν Αδα τον Ιωβελ· ούτος ήν ο πατήρ οικούντων εν σκηναίς κτηνοτρόφων. 21 και όνομα τω αδελφώ αυτού Ιουβαλ· ούτος ήν ο καταδείξας ψαλτήριον και κιθάραν. 22 Σελλα δε έτεκεν και αυτή τον Θοβελ, και ήν σφυροκόπος χαλκεύς χαλκού και σιδήρου· αδελφή δε Θοβελ Νοεμα. 23 είπεν δε Λαμεχ ταις εαυτού γυναιξίν Αδα και Σελλα, ακούσατέ μου της φωνής, γυναίκες Λαμεχ, ενωτίσασθέ μου τους λόγους, ότι άνδρα απέκτεινα εις τραύμα εμοί και νεανίσκον εις μώλωπα εμοί, 24 ότι επτάκις εκδεδίκηται εκ Καιν, εκ δε Λαμεχ εβδομηκοντάκις επτά. 25 Έγνω δε Αδαμ Ευαν την γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκεν υιόν και επωνόμασεν το όνομα αυτού Σηθ λέγουσα Εξανέστησεν γάρ μοι ο θεός σπέρμα έτερον αντί Αβελ, ον απέκτεινεν Καιν. 26 και τω Σηθ εγένετο υιός, επωνόμασεν δε το όνομα αυτού Ενως· ούτος ήλπισεν επικαλείσθαι το όνομα κυρίου του θεού.
Gen 5:1
Αύτη η βίβλος γενέσεως ανθρώπων· ή ημέρα εποίησεν ο θεός τον Αδαμ, κατ’ εικόνα θεού εποίησεν αυτόν· 2 άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και ευλόγησεν αυτούς. και επωνόμασεν το όνομα αυτών Αδαμ, ή ημέρα εποίησεν αυτούς. 3 έζησεν δε Αδαμ διακόσια και τριάκοντα έτη και εγέννησεν κατά την ιδέαν αυτού και κατά την εικόνα αυτού και επωνόμασεν το όνομα αυτού Σηθ. 4 εγένοντο δε αι ημέραι Αδαμ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σηθ επτακόσια έτη, και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 5 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Αδαμ, ας έζησεν, εννακόσια και τριάκοντα έτη, και απέθανεν. 6 Έζησεν δε Σηθ διακόσια και πέντε έτη και εγέννησεν τον Ενως. 7 και έζησεν Σηθ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ενως επτακόσια και επτά έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 8 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Σηθ εννακόσια και δώδεκα έτη, και απέθανεν. 9 Και έζησεν Ενως εκατόν ενενήκοντα έτη και εγέννησεν τον Καιναν. 10 και έζησεν Ενως μετά το γεννήσαι αυτόν τον Καιναν επτακόσια και δέκα πέντε έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 11 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ενως εννακόσια και πέντε έτη, και απέθανεν. 12 Και έζησεν Καιναν εκατόν εβδομήκοντα έτη και εγέννησεν τον Μαλελεηλ. 13 και έζησεν Καιναν μετά το γεννήσαι αυτόν τον Μαλελεηλ επτακόσια και τεσσαράκοντα έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 14 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Καιναν εννακόσια και δέκα έτη, και απέθανεν. 15 Και έζησεν Μαλελεηλ εκατόν και εξήκοντα πέντε έτη και εγέννησεν τον Ιαρεδ. 16 και έζησεν Μαλελεηλ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ιαρεδ επτακόσια και τριάκοντα έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 17 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Μαλελεηλ οκτακόσια και ενενήκοντα πέντε έτη, και απέθανεν. 18 Και έζησεν Ιαρεδ εκατόν και εξήκοντα δύο έτη και εγέννησεν τον Ενωχ. 19 και έζησεν Ιαρεδ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ενωχ οκτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 20 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ιαρεδ εννακόσια και εξήκοντα δύο έτη, και απέθανεν. 21 Και έζησεν Ενωχ εκατόν και εξήκοντα πέντε έτη και εγέννησεν τον Μαθουσαλα. 22 ευηρέστησεν δε Ενωχ τω θεώ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Μαθουσαλα διακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 23 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Ενωχ τριακόσια εξήκοντα πέντε έτη. 24 και ευηρέστησεν Ενωχ τω θεώ και ουχ ηυρίσκετο, ότι μετέθηκεν αυτόν ο θεός. 25 Και έζησεν Μαθουσαλα εκατόν και εξήκοντα επτά έτη και εγέννησεν τον Λαμεχ. 26 και έζησεν Μαθουσαλα μετά το γεννήσαι αυτόν τον Λαμεχ οκτακόσια δύο έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 27 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Μαθουσαλα, ας έζησεν, εννακόσια και εξήκοντα εννέα έτη, και απέθανεν. 28 Και έζησεν Λαμεχ εκατόν ογδοήκοντα οκτώ έτη και εγέννησεν υιόν 29 και επωνόμασεν το όνομα αυτού Νωε λέγων Ούτος διαναπαύσει ημάς από των έργων ημών και από των λυπών των χειρών ημών και από της γής, ής κατηράσατο κύριος ο θεός. 30 και έζησεν Λαμεχ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Νωε πεντακόσια και εξήκοντα πέντε έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας. 31 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Λαμεχ επτακόσια και πεντήκοντα τρία έτη, και απέθανεν. 32 Και ήν Νωε ετών πεντακοσίων και εγέννησεν Νωε τρείς υιούς, τον Σημ, τον Χαμ, τον Ιαφεθ.
Gen 6:1
Καί εγένετο ηνίκα ήρξαντο οι άνθρωποι πολλοί γίνεσθαι επί της γής, και θυγατέρες εγενήθησαν αυτοίς. 2 ιδόντες δε οι υιοί του θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων ότι καλαί εισιν, έλαβον εαυτοίς γυναίκας από πασών, ων εξελέξαντο. 3 και είπεν κύριος ο θεός Ου μή καταμείνῃ το πνεύμά μου εν τοις ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα διά το είναι αυτούς σάρκας, έσονται δε αι ημέραι αυτών εκατόν είκοσι έτη. 4 οι δε γίγαντες ήσαν επί της γής εν ταις ημέραις εκείναις και μετ’ εκείνο, ως αν εισεπορεύοντο οι υιοί του θεού πρός τας θυγατέρας των ανθρώπων και εγεννώσαν εαυτοίς· εκείνοι ήσαν οι γίγαντες οι απ’ αιώνος, οι άνθρωποι οι ονομαστοί. 5 Ιδών δε κύριος ο θεός ότι επληθύνθησαν αι κακίαι των ανθρώπων επί της γής και πας τις διανοείται εν τή καρδία αυτού επιμελώς επί τα πονηρά πάσας τας ημέρας, 6 και ενεθυμήθη ο θεός ότι εποίησεν τον άνθρωπον επί της γής, και διενοήθη. 7 και είπεν ο θεός Απαλείψω τον άνθρωπον, ον εποίησα, από προσώπου της γής από ανθρώπου έως κτήνους και από ερπετών έως των πετεινών του ουρανού, ότι εθυμώθην ότι εποίησα αυτούς. 8 Νωε δε εύρεν χάριν εναντίον κυρίου του θεού. 9 Αύται δε αι γενέσεις Νωε· Νωε άνθρωπος δίκαιος, τέλειος ων εν τή γενεά αυτού· τω θεώ ευηρέστησεν Νωε. 10 εγέννησεν δε Νωε τρείς υιούς, τον Σημ, τον Χαμ, τον Ιαφεθ. 11 εφθάρη δε η γή εναντίον του θεού, και επλήσθη η γή αδικίας. 12 και είδεν κύριος ο θεός την γήν, και ήν κατεφθαρμένη, ότι κατέφθειρεν πάσα σάρξ την οδόν αυτού επί της γής. 13 και είπεν ο θεός πρός Νωε Καιρός παντός ανθρώπου ήκει εναντίον μου, ότι επλήσθη η γή αδικίας απ’ αυτών, και ιδού εγώ καταφθείρω αυτούς και την γήν. 14 ποίησον ουν σεαυτώ κιβωτόν εκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιάς ποιήσεις την κιβωτόν και ασφαλτώσεις αυτήν έσωθεν και έξωθεν τή ασφάλτω. 15 και ούτως ποιήσεις την κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων το μήκος της κιβωτού και πεντήκοντα πήχεων το πλάτος και τριάκοντα πήχεων το ύψος αυτής· 16 επισυνάγων ποιήσεις την κιβωτόν και εις πήχυν συντελέσεις αυτήν άνωθεν· την δε θύραν της κιβωτού ποιήσεις εκ πλαγίων· κατάγαια, διώροφα και τριώροφα ποιήσεις αυτήν. 17 εγώ δε ιδού επάγω τον κατακλυσμόν ύδωρ επί την γήν καταφθείραι πάσαν σάρκα, εν ή εστιν πνεύμα ζωής, υποκάτω του ουρανού· και όσα εάν ή επί της γής, τελευτήσει. 18 και στήσω την διαθήκην μου πρός σέ· εισελεύσῃ δε εις την κιβωτόν, συ και οι υιοί σου και η γυνή σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σού. 19 και από πάντων των κτηνών και από πάντων των ερπετών και από πάντων των θηρίων και από πάσης σαρκός, δύο δύο από πάντων εισάξεις εις την κιβωτόν, ίνα τρέφῃς μετά σεαυτού· άρσεν και θήλυ έσονται. 20 από πάντων των ορνέων των πετεινών κατά γένος και από πάντων των κτηνών κατά γένος και από πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γής κατά γένος αυτών, δύο δύο από πάντων εισελεύσονται πρός σε τρέφεσθαι μετά σού, άρσεν και θήλυ. 21 συ δε λήμψῃ σεαυτώ από πάντων των βρωμάτων, α έδεσθε, και συνάξεις πρός σεαυτόν, και έσται σοί και εκείνοις φαγείν. 22 και εποίησεν Νωε πάντα, όσα ενετείλατο αυτώ κύριος ο θεός, ούτως εποίησεν.
Gen 7:1
Καί είπεν κύριος ο θεός πρός Νωε Είσελθε συ και πας ο οίκός σου εις την κιβωτόν, ότι σε είδον δίκαιον εναντίον μου εν τή γενεά ταύτῃ. 2 από δε των κτηνών των καθαρών εισάγαγε πρός σε επτά επτά, άρσεν και θήλυ, από δε των κτηνών των μή καθαρών δύο δύο, άρσεν και θήλυ, 3 και από των πετεινών του ουρανού των καθαρών επτά επτά, άρσεν και θήλυ, και από των πετεινών των μή καθαρών δύο δύο, άρσεν και θήλυ, διαθρέψαι σπέρμα επί πάσαν την γήν. 4 έτι γαρ ημερών επτά εγώ επάγω υετόν επί την γήν τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας και εξαλείψω πάσαν την εξανάστασιν, ην εποίησα, από προσώπου της γής. 5 και εποίησεν Νωε πάντα, όσα ενετείλατο αυτώ κύριος ο θεός. 6 Νωε δε ήν ετών εξακοσίων, και ο κατακλυσμός εγένετο ύδατος επί της γής. 7 εισήλθεν δε Νωε και οι υιοί αυτού και η γυνή αυτού και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού εις την κιβωτόν διά το ύδωρ του κατακλυσμού. 8 και από των πετεινών και από των κτηνών των καθαρών και από των κτηνών των μή καθαρών και από πάντων των ερπετών των επί της γής 9 δύο δύο εισήλθον πρός Νωε εις την κιβωτόν, άρσεν και θήλυ, καθά ενετείλατο αυτώ ο θεός. 10 και εγένετο μετά τας επτά ημέρας και το ύδωρ του κατακλυσμού εγένετο επί της γής. 11 εν τω εξακοσιοστώ έτει εν τή ζωή του Νωε, του δευτέρου μηνός, εβδόμῃ και εικάδι του μηνός, τή ημέρα ταύτῃ ερράγησαν πάσαι αι πηγαί της αβύσσου, και οι καταρράκται του ουρανού ηνεώχθησαν, 12 και εγένετο ο υετός επί της γής τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας. 13 εν τή ημέρα ταύτῃ εισήλθεν Νωε, Σημ, Χαμ, Ιαφεθ, υιοί Νωε, και η γυνή Νωε και αι τρείς γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού εις την κιβωτόν. 14 και πάντα τα θηρία κατά γένος και πάντα τα κτήνη κατά γένος και παν ερπετόν κινούμενον επί της γής κατά γένος και παν πετεινόν κατά γένος 15 εισήλθον πρός Νωε εις την κιβωτόν, δύο δύο από πάσης σαρκός, εν ω εστιν πνεύμα ζωής. 16 και τα εισπορευόμενα άρσεν και θήλυ από πάσης σαρκός εισήλθεν, καθά ενετείλατο ο θεός τω Νωε. και έκλεισεν κύριος ο θεός έξωθεν αυτού την κιβωτόν. 17 Και εγένετο ο κατακλυσμός τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας επί της γής, και επληθύνθη το ύδωρ και επήρεν την κιβωτόν, και υψώθη από της γής. 18 και επεκράτει το ύδωρ και επληθύνετο σφόδρα επί της γής, και επεφέρετο η κιβωτός επάνω του ύδατος. 19 το δε ύδωρ επεκράτει σφόδρα σφοδρώς επί της γής και επεκάλυψεν πάντα τα όρη τα υψηλά, α ήν υποκάτω του ουρανού· 20 δέκα πέντε πήχεις επάνω υψώθη το ύδωρ και επεκάλυψεν πάντα τα όρη τα υψηλά. 21 και απέθανεν πάσα σάρξ κινουμένη επί της γής των πετεινών και των κτηνών και των θηρίων και παν ερπετόν κινούμενον επί της γής και πας άνθρωπος. 22 και πάντα, όσα έχει πνοήν ζωής, και πάς, ος ήν επί της ξηράς, απέθανεν. 23 και εξήλειψεν παν το ανάστημα, ο ήν επί προσώπου πάσης της γής, από ανθρώπου έως κτήνους και ερπετών και των πετεινών του ουρανού, και εξηλείφθησαν από της γής· και κατελείφθη μόνος Νωε και οι μετ’ αυτού εν τή κιβωτώ. 24 και υψώθη το ύδωρ επί της γής ημέρας εκατόν πεντήκοντα.
Gen 8:1
Καί εμνήσθη ο θεός του Νωε και πάντων των θηρίων και πάντων των κτηνών και πάντων των πετεινών και πάντων των ερπετών, όσα ήν μετ’ αυτού εν τή κιβωτώ, και επήγαγεν ο θεός πνεύμα επί την γήν, και εκόπασεν το ύδωρ, 2 και επεκαλύφθησαν αι πηγαί της αβύσσου και οι καταρράκται του ουρανού, και συνεσχέθη ο υετός από του ουρανού. 3 και ενεδίδου το ύδωρ πορευόμενον από της γής, ενεδίδου και ηλαττονούτο το ύδωρ μετά πεντήκοντα και εκατόν ημέρας. 4 και εκάθισεν η κιβωτός εν μηνί τω εβδόμω, εβδόμῃ και εικάδι του μηνός, επί τα όρη τα Αραρατ. 5 το δε ύδωρ πορευόμενον ηλαττονούτο έως του δεκάτου μηνός· εν δε τω ενδεκάτω μηνί, τή πρώτῃ του μηνός, ώφθησαν αι κεφαλαί των ορέων. – 6 και εγένετο μετά τεσσαράκοντα ημέρας ηνέωξεν Νωε την θυρίδα της κιβωτού, ην εποίησεν, 7 και απέστειλεν τον κόρακα του ιδείν ει κεκόπακεν το ύδωρ· και εξελθών ουχ υπέστρεψεν έως του ξηρανθήναι το ύδωρ από της γής. 8 και απέστειλεν την περιστεράν οπίσω αυτού ιδείν ει κεκόπακεν το ύδωρ από προσώπου της γής· 9 και ουχ ευρούσα η περιστερά ανάπαυσιν τοις ποσίν αυτής υπέστρεψεν πρός αυτόν εις την κιβωτόν, ότι ύδωρ ήν επί παντί προσώπω πάσης της γής, και εκτείνας την χείρα αυτού έλαβεν αυτήν και εισήγαγεν αυτήν πρός εαυτόν εις την κιβωτόν. 10 και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας πάλιν εξαπέστειλεν την περιστεράν εκ της κιβωτού· 11 και ανέστρεψεν πρός αυτόν η περιστερά το πρός εσπέραν και είχεν φύλλον ελαίας κάρφος εν τω στόματι αυτής, και έγνω Νωε ότι κεκόπακεν το ύδωρ από της γής. 12 και επισχών έτι ημέρας επτά ετέρας πάλιν εξαπέστειλεν την περιστεράν, και ου προσέθετο του επιστρέψαι πρός αυτόν έτι. – 13 και εγένετο εν τω ενί και εξακοσιοστώ έτει εν τή ζωή του Νωε, του πρώτου μηνός, μιά του μηνός, εξέλιπεν το ύδωρ από της γής· και απεκάλυψεν Νωε την στέγην της κιβωτού, ην εποίησεν, και είδεν ότι εξέλιπεν το ύδωρ από προσώπου της γής. 14 εν δε τω μηνί τω δευτέρω, εβδόμῃ και εικάδι του μηνός, εξηράνθη η γή. 15 Και είπεν κύριος ο θεός τω Νωε λέγων 16 Έξελθε εκ της κιβωτού, συ και η γυνή σου και οι υιοί σου και αι γυναίκες των υιών σου μετά σού 17 και πάντα τα θηρία, όσα εστίν μετά σού, και πάσα σάρξ από πετεινών έως κτηνών, και παν ερπετόν κινούμενον επί της γής εξάγαγε μετά σεαυτού· και αυξάνεσθε και πληθύνεσθε επί της γής. 18 και εξήλθεν Νωε και η γυνή αυτού και οι υιοί αυτού και αι γυναίκες των υιών αυτού μετ’ αυτού, 19 και πάντα τα θηρία και πάντα τα κτήνη και παν πετεινόν και παν ερπετόν κινούμενον επί της γής κατά γένος αυτών εξήλθοσαν εκ της κιβωτού. 20 και ωκοδόμησεν Νωε θυσιαστήριον τω θεώ και έλαβεν από πάντων των κτηνών των καθαρών και από πάντων των πετεινών των καθαρών και ανήνεγκεν ολοκαρπώσεις επί το θυσιαστήριον. 21 και ωσφράνθη κύριος ο θεός οσμήν ευωδίας, και είπεν κύριος ο θεός διανοηθείς Ου προσθήσω έτι του καταράσασθαι την γήν διά τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος· ου προσθήσω ουν έτι πατάξαι πάσαν σάρκα ζώσαν, καθώς εποίησα. 22 πάσας τας ημέρας της γής σπέρμα και θερισμός, ψύχος και καύμα, θέρος και έαρ ημέραν και νύκτα ου καταπαύσουσιν.
Gen 9:1
Καί ηυλόγησεν ο θεός τον Νωε και τους υιούς αυτού και είπεν αυτοίς Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και κατακυριεύσατε αυτής. 2 και ο τρόμος υμών και ο φόβος έσται επί πάσιν τοις θηρίοις της γής και επί πάντα τα όρνεα του ουρανού και επί πάντα τα κινούμενα επί της γής και επί πάντας τους ιχθύας της θαλάσσης· υπό χείρας υμίν δέδωκα. 3 και παν ερπετόν, ο εστιν ζών, υμίν έσται εις βρώσιν· ως λάχανα χόρτου δέδωκα υμίν τα πάντα. 4 πλήν κρέας εν αίματι ψυχής ου φάγεσθε· 5 και γαρ το υμέτερον αίμα των ψυχών υμών εκζητήσω, εκ χειρός πάντων των θηρίων εκζητήσω αυτό και εκ χειρός ανθρώπου αδελφού εκζητήσω την ψυχήν του ανθρώπου. 6 ο εκχέων αίμα ανθρώπου αντί του αίματος αυτού εκχυθήσεται, ότι εν εικόνι θεού εποίησα τον άνθρωπον. 7 υμείς δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γήν και πληθύνεσθε επ’ αυτής. 8 Και είπεν ο θεός τω Νωε και τοις υιοίς αυτού μετ’ αυτού λέγων 9 Εγω ιδού ανίστημι την διαθήκην μου υμίν και τω σπέρματι υμών μεθ’ υμάς 10 και πάσῃ ψυχή τή ζώσῃ μεθ’ υμών από ορνέων και από κτηνών και πάσι τοις θηρίοις της γής, όσα μεθ’ υμών, από πάντων των εξελθόντων εκ της κιβωτού. 11 και στήσω την διαθήκην μου πρός υμάς, και ουκ αποθανείται πάσα σάρξ έτι από του ύδατος του κατακλυσμού, και ουκ έσται έτι κατακλυσμός ύδατος του καταφθείραι πάσαν την γήν. – 12 και είπεν κύριος ο θεός πρός Νωε Τούτο το σημείον της διαθήκης, ο εγώ δίδωμι ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης, ή εστιν μεθ’ υμών, εις γενεάς αιωνίους· 13 το τόξον μου τίθημι εν τή νεφέλῃ, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και της γής. 14 και έσται εν τω συννεφείν με νεφέλας επί την γήν οφθήσεται το τόξον μου εν τή νεφέλῃ, 15 και μνησθήσομαι της διαθήκης μου, ή εστιν ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης εν πάσῃ σαρκί, και ουκ έσται έτι το ύδωρ εις κατακλυσμόν ώστε εξαλείψαι πάσαν σάρκα. 16 και έσται το τόξον μου εν τή νεφέλῃ, και όψομαι του μνησθήναι διαθήκην αιώνιον ανά μέσον εμού και ανά μέσον πάσης ψυχής ζώσης εν πάσῃ σαρκί, ή εστιν επί της γής. 17 και είπεν ο θεός τω Νωε Τούτο το σημείον της διαθήκης, ής διεθέμην ανά μέσον εμού και ανά μέσον πάσης σαρκός, ή εστιν επί της γής. 18 Ήσαν δε οι υιοί Νωε οι εξελθόντες εκ της κιβωτού Σημ, Χαμ, Ιαφεθ· Χαμ ήν πατήρ Χανααν. 19 τρείς ούτοί εισιν οι υιοί Νωε· από τούτων διεσπάρησαν επί πάσαν την γήν. 20 Και ήρξατο Νωε άνθρωπος γεωργός γής και εφύτευσεν αμπελώνα. 21 και έπιεν εκ του οίνου και εμεθύσθη και εγυμνώθη εν τω οίκω αυτού. 22 και είδεν Χαμ ο πατήρ Χανααν την γύμνωσιν του πατρός αυτού και εξελθών ανήγγειλεν τοις δυσίν αδελφοίς αυτού έξω. 23 και λαβόντες Σημ και Ιαφεθ το ιμάτιον επέθεντο επί τα δύο νώτα αυτών και επορεύθησαν οπισθοφανώς και συνεκάλυψαν την γύμνωσιν του πατρός αυτών, και το πρόσωπον αυτών οπισθοφανές, και την γύμνωσιν του πατρός αυτών ουκ είδον. 24 εξένηψεν δε Νωε από του οίνου και έγνω όσα εποίησεν αυτώ ο υιός αυτού ο νεώτερος, 25 και είπεν Επικατάρατος Χανααν· παίς οικέτης έσται τοις αδελφοίς αυτού. 26 και είπεν Ευλογητός κύριος ο θεός του Σημ, και έσται Χανααν παίς αυτού. 27 πλατύναι ο θεός τω Ιαφεθ και κατοικησάτω εν τοις οίκοις του Σημ, και γενηθήτω Χανααν παίς αυτών. 28 Έζησεν δε Νωε μετά τον κατακλυσμόν τριακόσια πεντήκοντα έτη. 29 και εγένοντο πάσαι αι ημέραι Νωε εννακόσια πεντήκοντα έτη, και απέθανεν.
Gen 10:1
Αύται δε αι γενέσεις των υιών Νωε, Σημ, Χαμ, Ιαφεθ, και εγενήθησαν αυτοίς υιοί μετά τον κατακλυσμόν. 2 Υιοί Ιαφεθ· Γαμερ και Μαγωγ και Μαδαι και Ιωυαν και Ελισα και Θοβελ και Μοσοχ και Θιρας. 3 και υιοί Γαμερ· Ασχαναζ και Ριφαθ και Θοργαμα. 4 και υιοί Ιωυαν· Ελισα και Θαρσις, Κίτιοι, Ρόδιοι. 5 εκ τούτων αφωρίσθησαν νήσοι των εθνών εν τή γή αυτών, έκαστος κατά γλώσσαν εν ταις φυλαίς αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών. 6 Υιοί δε Χαμ· Χους και Μεσραιμ, Φουδ και Χανααν. 7 υιοί δε Χους· Σαβα και Ευιλα και Σαβαθα και Ρεγμα και Σαβακαθα. υιοί δε Ρεγμα· Σαβα και Δαδαν. 8 Χους δε εγέννησεν τον Νεβρωδ. ούτος ήρξατο είναι γίγας επί της γής· 9 ούτος ήν γίγας κυνηγός εναντίον κυρίου του θεού· διά τούτο ερούσιν Ως Νεβρωδ γίγας κυνηγός εναντίον κυρίου. 10 και εγένετο αρχή της βασιλείας αυτού Βαβυλών και Ορεχ και Αρχαδ και Χαλαννη εν τή γή Σεννααρ. 11 εκ της γής εκείνης εξήλθεν Ασσουρ και ωκοδόμησεν την Νινευη και την Ροωβωθ πόλιν και την Χαλαχ 12 και την Δασεμ ανά μέσον Νινευη και ανά μέσον Χαλαχ· αύτη η πόλις η μεγάλη. – 13 και Μεσραιμ εγέννησεν τους Λουδιιμ και τους Ενεμετιιμ και τους Λαβιιμ και τους Νεφθαλιιμ 14 και τους Πατροσωνιιμ και τους Χασλωνιιμ, όθεν εξήλθεν εκείθεν Φυλιστιιμ, και τους Καφθοριιμ. – 15 Χανααν δε εγέννησεν τον Σιδώνα πρωτότοκον και τον Χετταίον 16 και τον Ιεβουσαίον και τον Αμορραίον και τον Γεργεσαίον 17 και τον Ευαίον και τον Αρουκαίον και τον Ασενναίον 18 και τον Αράδιον και τον Σαμαραίον και τον Αμαθι. και μετά τούτο διεσπάρησαν αι φυλαί των Χαναναίων, 19 και εγένοντο τα όρια των Χαναναίων από Σιδώνος έως ελθείν εις Γεραρα και Γάζαν, έως ελθείν Σοδομων και Γομορρας, Αδαμα και Σεβωιμ, έως Λασα. – 20 ούτοι υιοί Χαμ εν ταις φυλαίς αυτών κατά γλώσσας αυτών εν ταις χώραις αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών. 21 Και τω Σημ εγενήθη και αυτώ, πατρί πάντων των υιών Εβερ, αδελφώ Ιαφεθ του μείζονος. 22 υιοί Σημ· Αιλαμ και Ασσουρ και Αρφαξαδ και Λουδ και Αραμ και Καιναν. 23 και υιοί Αραμ· Ως και Ουλ και Γαθερ και Μοσοχ. 24 και Αρφαξαδ εγέννησεν τον Καιναν, και Καιναν εγέννησεν τον Σαλα, Σαλα δε εγέννησεν τον Εβερ. 25 και τω Εβερ εγενήθησαν δύο υιοί· όνομα τω ενί Φαλεκ, ότι εν ταις ημέραις αυτού διεμερίσθη η γή, και όνομα τω αδελφώ αυτού Ιεκταν. 26 Ιεκταν δε εγέννησεν τον Ελμωδαδ και τον Σαλεφ και Ασαρμωθ και Ιαραχ 27 και Οδορρα και Αιζηλ και Δεκλα 28 και Αβιμεηλ και Σαβευ 29 και Ουφιρ και Ευιλα και Ιωβαβ. πάντες ούτοι υιοί Ιεκταν. 30 και εγένετο η κατοίκησις αυτών από Μασση έως ελθείν εις Σωφηρα, όρος ανατολών. 31 ούτοι υιοί Σημ εν ταις φυλαίς αυτών κατά γλώσσας αυτών εν ταις χώραις αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών. 32 Αύται αι φυλαί υιών Νωε κατά γενέσεις αυτών κατά τα έθνη αυτών· από τούτων διεσπάρησαν νήσοι των εθνών επί της γής μετά τον κατακλυσμόν.
Gen 11:1
Καί ήν πάσα η γή χείλος εν, και φωνή μία πάσιν. 2 και εγένετο εν τω κινήσαι αυτούς από ανατολών εύρον πεδίον εν γή Σεννααρ και κατώκησαν εκεί. 3 και είπεν άνθρωπος τω πλησίον Δεύτε πλινθεύσωμεν πλίνθους και οπτήσωμεν αυτάς πυρί. και εγένετο αυτοίς η πλίνθος εις λίθον, και άσφαλτος ήν αυτοίς ο πηλός. 4 και είπαν Δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ού η κεφαλή έσται έως του ουρανού, και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα προ του διασπαρήναι επί προσώπου πάσης της γής. 5 και κατέβη κύριος ιδείν την πόλιν και τον πύργον, ον ωκοδόμησαν οι υιοί των ανθρώπων. 6 και είπεν κύριος Ιδού γένος εν και χείλος εν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει εξ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν. 7 δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν εκεί αυτών την γλώσσαν, ίνα μή ακούσωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον. 8 και διέσπειρεν αυτούς κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πάσης της γής, και επαύσαντο οικοδομούντες την πόλιν και τον πύργον. 9 διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Σύγχυσις, ότι εκεί συνέχεεν κύριος τα χείλη πάσης της γής, και εκείθεν διέσπειρεν αυτούς κύριος ο θεός επί πρόσωπον πάσης της γής. 10 Και αύται αι γενέσεις Σημ· Σημ υιός εκατόν ετών, ότε εγέννησεν τον Αρφαξαδ, δευτέρου έτους μετά τον κατακλυσμόν. 11 και έζησεν Σημ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Αρφαξαδ πεντακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 12 Και έζησεν Αρφαξαδ εκατόν τριάκοντα πέντε έτη και εγέννησεν τον Καιναν. 13 και έζησεν Αρφαξαδ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Καιναν έτη τετρακόσια τριάκοντα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. Και έζησεν Καιναν εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησεν τον Σαλα. και έζησεν Καιναν μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σαλα έτη τριακόσια τριάκοντα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 14 Και έζησεν Σαλα εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησεν τον Εβερ. 15 και έζησεν Σαλα μετά το γεννήσαι αυτόν τον Εβερ τριακόσια τριάκοντα έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 16 Και έζησεν Εβερ εκατόν τριάκοντα τέσσαρα έτη και εγέννησεν τον Φαλεκ. 17 και έζησεν Εβερ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Φαλεκ έτη τριακόσια εβδομήκοντα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 18 Και έζησεν Φαλεκ εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησεν τον Ραγαυ. 19 και έζησεν Φαλεκ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ραγαυ διακόσια εννέα έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 20 Και έζησεν Ραγαυ εκατόν τριάκοντα δύο έτη και εγέννησεν τον Σερουχ. 21 και έζησεν Ραγαυ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Σερουχ διακόσια επτά έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 22 Και έζησεν Σερουχ εκατόν τριάκοντα έτη και εγέννησεν τον Ναχωρ. 23 και έζησεν Σερουχ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Ναχωρ έτη διακόσια και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 24 Και έζησεν Ναχωρ έτη εβδομήκοντα εννέα και εγέννησεν τον Θαρα. 25 και έζησεν Ναχωρ μετά το γεννήσαι αυτόν τον Θαρα έτη εκατόν είκοσι εννέα και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας και απέθανεν. 26 Και έζησεν Θαρα εβδομήκοντα έτη και εγέννησεν τον Αβραμ και τον Ναχωρ και τον Αρραν. 27 Αύται δε αι γενέσεις Θαρα· Θαρα εγέννησεν τον Αβραμ και τον Ναχωρ και τον Αρραν, και Αρραν εγέννησεν τον Λωτ. 28 και απέθανεν Αρραν ενώπιον Θαρα του πατρός αυτού εν τή γή, ή εγενήθη, εν τή χώρα των Χαλδαίων. 29 και έλαβον Αβραμ και Ναχωρ εαυτοίς γυναίκας· όνομα τή γυναικί Αβραμ Σαρα, και όνομα τή γυναικί Ναχωρ Μελχα θυγάτηρ Αρραν, πατήρ Μελχα και πατήρ Ιεσχα. 30 και ήν Σαρα στείρα και ουκ ετεκνοποίει. 31 και έλαβεν Θαρα τον Αβραμ υιόν αυτού και τον Λωτ υιόν Αρραν υιόν του υιού αυτού και την Σαραν την νύμφην αυτού γυναίκα Αβραμ του υιού αυτού και εξήγαγεν αυτούς εκ της χώρας των Χαλδαίων πορευθήναι εις την γήν Χανααν και ήλθεν έως Χαρραν και κατώκησεν εκεί. 32 και εγένοντο αι ημέραι Θαρα εν Χαρραν διακόσια πέντε έτη, και απέθανεν Θαρα εν Χαρραν.
Gen 12:1
Καί είπεν κύριος τω Αβραμ Έξελθε εκ της γής σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου εις την γήν, ην αν σοι δείξω· 2 και ποιήσω σε εις έθνος μέγα και ευλογήσω σε και μεγαλυνώ το όνομά σου, και εσῃ ευλογητός· 3 και ευλογήσω τους ευλογούντάς σε, και τους καταρωμένους σε καταράσομαι· και ενευλογηθήσονται εν σοί πάσαι αι φυλαί της γής. 4 και επορεύθη Αβραμ, καθάπερ ελάλησεν αυτώ κύριος, και ώχετο μετ’ αυτού Λωτ· Αβραμ δε ήν ετών εβδομήκοντα πέντε, ότε εξήλθεν εκ Χαρραν. 5 και έλαβεν Αβραμ την Σαραν γυναίκα αυτού και τον Λωτ υιόν του αδελφού αυτού και πάντα τα υπάρχοντα αυτών, όσα εκτήσαντο, και πάσαν ψυχήν, ην εκτήσαντο εν Χαρραν, και εξήλθοσαν πορευθήναι εις γήν Χανααν και ήλθον εις γήν Χανααν. – 6 και διώδευσεν Αβραμ την γήν εις το μήκος αυτής έως του τόπου Συχεμ επί την δρύν την υψηλήν· οι δε Χαναναίοι τότε κατώκουν την γήν. 7 και ώφθη κύριος τω Αβραμ και είπεν αυτώ Τω σπέρματί σου δώσω την γήν ταύτην. και ωκοδόμησεν εκεί Αβραμ θυσιαστήριον κυρίω τω οφθέντι αυτώ. 8 και απέστη εκείθεν εις το όρος κατ’ ανατολάς Βαιθηλ και έστησεν εκεί την σκηνήν αυτού, Βαιθηλ κατά θάλασσαν και Αγγαι κατ’ ανατολάς· και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον τω κυρίω και επεκαλέσατο επί τω ονόματι κυρίου. 9 και απήρεν Αβραμ και πορευθείς εστρατοπέδευσεν εν τή ερήμω. 10 Και εγένετο λιμός επί της γής, και κατέβη Αβραμ εις Αίγυπτον παροικήσαι εκεί, ότι ενίσχυσεν ο λιμός επί της γής. 11 εγένετο δε ηνίκα ήγγισεν Αβραμ εισελθείν εις Αίγυπτον, είπεν Αβραμ Σαρα τή γυναικί αυτού Γινώσκω εγώ ότι γυνή ευπρόσωπος εί· 12 έσται ουν ως αν ίδωσίν σε οι Αιγύπτιοι, ερούσιν ότι Γυνή αυτού αύτη, και αποκτενούσίν με, σε δε περιποιήσονται. 13 ειπόν ουν ότι Αδελφή αυτού ειμι, όπως αν εύ μοι γένηται διά σέ, και ζήσεται η ψυχή μου ένεκεν σού. 14 εγένετο δε ηνίκα εισήλθεν Αβραμ εις Αίγυπτον, ιδόντες οι Αιγύπτιοι την γυναίκα ότι καλή ήν σφόδρα, 15 και είδον αυτήν οι άρχοντες Φαραω και επῄνεσαν αυτήν πρός Φαραω και εισήγαγον αυτήν εις τον οίκον Φαραω· 16 και τω Αβραμ εύ εχρήσαντο δι’ αυτήν, και εγένοντο αυτώ πρόβατα και μόσχοι και όνοι, παίδες και παιδίσκαι, ημίονοι και κάμηλοι. 17 και ήτασεν ο θεός τον Φαραω ετασμοίς μεγάλοις και πονηροίς και τον οίκον αυτού περί Σαρας της γυναικός Αβραμ. 18 καλέσας δε Φαραω τον Αβραμ είπεν Τί τούτο εποίησάς μοι, ότι ουκ απήγγειλάς μοι ότι γυνή σού εστιν; 19 ίνα τί είπας ότι Αδελφή μού εστιν; και έλαβον αυτήν εμαυτώ εις γυναίκα. και νυν ιδού η γυνή σου εναντίον σου· λαβών απότρεχε. 20 και ενετείλατο Φαραω ανδράσιν περί Αβραμ συμπροπέμψαι αυτόν και την γυναίκα αυτού και πάντα, όσα ήν αυτώ, και Λωτ μετ’ αυτού.
Gen 13:1
Ανέβη δε Αβραμ εξ Αιγύπτου, αυτός και η γυνή αυτού και πάντα τα αυτού και Λωτ μετ’ αυτού, εις την έρημον. 2 Αβραμ δε ήν πλούσιος σφόδρα κτήνεσιν και αργυρίω και χρυσίω. 3 και επορεύθη όθεν ήλθεν, εις την έρημον έως Βαιθηλ, έως του τόπου, ού ήν η σκηνή αυτού το πρότερον, ανά μέσον Βαιθηλ και ανά μέσον Αγγαι, 4 εις τον τόπον του θυσιαστηρίου, ού εποίησεν εκεί την αρχήν· και επεκαλέσατο εκεί Αβραμ το όνομα κυρίου. 5 και Λωτ τω συμπορευομένω μετά Αβραμ ήν πρόβατα και βόες και σκηναί. 6 και ουκ εχώρει αυτούς η γή κατοικείν άμα, ότι ήν τα υπάρχοντα αυτών πολλά, και ουκ εδύναντο κατοικείν άμα. 7 και εγένετο μάχη ανά μέσον των ποιμένων των κτηνών του Αβραμ και ανά μέσον των ποιμένων των κτηνών του Λωτ· οι δε Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι τότε κατώκουν την γήν. 8 είπεν δε Αβραμ τω Λωτ Μή έστω μάχη ανά μέσον εμού και σού και ανά μέσον των ποιμένων μου και ανά μέσον των ποιμένων σου. ότι άνθρωποι αδελφοί ημείς εσμεν. 9 ουκ ιδού πάσα η γή εναντίον σού εστιν; διαχωρίσθητι απ’ εμού· ει συ εις αριστερά, εγώ εις δεξιά· ει δε συ εις δεξιά, εγώ εις αριστερά. 10 και επάρας Λωτ τους οφθαλμούς αυτού είδεν πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου ότι πάσα ήν ποτιζομένη – προ του καταστρέψαι τον θεόν Σοδομα και Γομορρα – ως ο παράδεισος του θεού και ως η γή Αιγύπτου έως ελθείν εις Ζογορα. 11 και εξελέξατο εαυτώ Λωτ πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, και απήρεν Λωτ από ανατολών, και διεχωρίσθησαν έκαστος από του αδελφού αυτού. 12 Αβραμ δε κατώκησεν εν γή Χανααν, Λωτ δε κατώκησεν εν πόλει των περιχώρων και εσκήνωσεν εν Σοδομοις· 13 οι δε άνθρωποι οι εν Σοδομοις πονηροί και αμαρτωλοί εναντίον του θεού σφόδρα. 14 Ο δε θεός είπεν τω Αβραμ μετά το διαχωρισθήναι τον Λωτ απ’ αυτού Αναβλέψας τοις οφθαλμοίς σου ιδέ από του τόπου, ού νυν συ εί, πρός βορράν και λίβα και ανατολάς και θάλασσαν· 15 ότι πάσαν την γήν, ην συ οράς, σοί δώσω αυτήν και τω σπέρματί σου έως του αιώνος. 16 και ποιήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της γής· ει δύναταί τις εξαριθμήσαι την άμμον της γής, και το σπέρμα σου εξαριθμηθήσεται. 17 αναστάς διόδευσον την γήν είς τε το μήκος αυτής και εις το πλάτος, ότι σοί δώσω αυτήν. 18 και αποσκηνώσας Αβραμ ελθών κατώκησεν παρά την δρύν την Μαμβρη, η ήν εν Χεβρων, και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον κυρίω.
Gen 14:1
Εγένετο δε εν τή βασιλεία τή Αμαρφαλ βασιλέως Σεννααρ, Αριωχ βασιλεύς Ελλασαρ και Χοδολλογομορ βασιλεύς Αιλαμ και Θαργαλ βασιλεύς εθνών 2 εποίησαν πόλεμον μετά Βαλλα βασιλέως Σοδομων και μετά Βαρσα βασιλέως Γομορρας και Σεννααρ βασιλέως Αδαμα και Συμοβορ βασιλέως Σεβωιμ και βασιλέως Βαλακ [αύτη εστίν Σηγωρ]. 3 πάντες ούτοι συνεφώνησαν επί την φάραγγα την αλυκήν [αύτη η θάλασσα των αλών]. 4 δώδεκα έτη εδούλευον τω Χοδολλογομορ, τω δε τρισκαιδεκάτω έτει απέστησαν. 5 εν δε τω τεσσαρεσκαιδεκάτω έτει ήλθεν Χοδολλογομορ και οι βασιλείς οι μετ’ αυτού και κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρωθ Καρναιν και έθνη ισχυρά άμα αυτοίς και τους Ομμαίους τους εν Σαυη τή πόλει 6 και τους Χορραίους τους εν τοις όρεσιν Σηιρ έως της τερεμίνθου της Φαραν, ή εστιν εν τή ερήμω. 7 και αναστρέψαντες ήλθοσαν επί την πηγήν της κρίσεως [αύτη εστίν Καδης] και κατέκοψαν πάντας τους άρχοντας Αμαληκ και τους Αμορραίους τους κατοικούντας εν Ασασανθαμαρ. 8 εξήλθεν δε βασιλεύς Σοδομων και βασιλεύς Γομορρας και βασιλεύς Αδαμα και βασιλεύς Σεβωιμ και βασιλεύς Βαλακ [αύτη εστίν Σηγωρ] και παρετάξαντο αυτοίς εις πόλεμον εν τή κοιλάδι τή αλυκή, 9 πρός Χοδολλογομορ βασιλέα Αιλαμ και Θαργαλ βασιλέα εθνών και Αμαρφαλ βασιλέα Σεννααρ και Αριωχ βασιλέα Ελλασαρ, οι τέσσαρες βασιλείς πρός τους πέντε. 10 η δε κοιλάς η αλυκή φρέατα φρέατα ασφάλτου· έφυγεν δε βασιλεύς Σοδομων και βασιλεύς Γομορρας και ενέπεσαν εκεί, οι δε καταλειφθέντες εις την ορεινήν έφυγον. 11 έλαβον δε την ίππον πάσαν την Σοδομων και Γομορρας και πάντα τα βρώματα αυτών και απήλθον. 12 έλαβον δε και τον Λωτ υιόν του αδελφού Αβραμ και την αποσκευήν αυτού και απώχοντο· ήν γαρ κατοικών εν Σοδομοις. 13 Παραγενόμενος δε των ανασωθέντων τις απήγγειλεν Αβραμ τω περάτῃ· αυτός δε κατώκει πρός τή δρυί τή Μαμβρη ο Αμορις του αδελφού Εσχωλ και αδελφού Αυναν, οί ήσαν συνωμόται του Αβραμ. 14 ακούσας δε Αβραμ ότι ηχμαλώτευται Λωτ ο αδελφός αυτού, ηρίθμησεν τους ιδίους οικογενείς αυτού, τριακοσίους δέκα και οκτώ, και κατεδίωξεν οπίσω αυτών έως Δαν. 15 και επέπεσεν επ’ αυτούς την νύκτα, αυτός και οι παίδες αυτού, και επάταξεν αυτούς και εδίωξεν αυτούς έως Χωβα, ή εστιν εν αριστερά Δαμασκού. 16 και απέστρεψεν πάσαν την ίππον Σοδομων, και Λωτ τον αδελφόν αυτού απέστρεψεν και τα υπάρχοντα αυτού και τας γυναίκας και τον λαόν. 17 Εξήλθεν δε βασιλεύς Σοδομων εις συνάντησιν αυτώ – μετά το αναστρέψαι αυτόν από της κοπής του Χοδολλογομορ και των βασιλέων των μετ’ αυτού – εις την κοιλάδα την Σαυη [τούτο ήν το πεδίον βασιλέως]. 18 και Μελχισεδεκ βασιλεύς Σαλημ εξήνεγκεν άρτους και οίνον· ήν δε ιερεύς του θεού του υψίστου. 19 και ηυλόγησεν τον Αβραμ και είπεν Ευλογημένος Αβραμ τω θεώ τω υψίστω, ος έκτισεν τον ουρανόν και την γήν, 20 και ευλογητός ο θεός ο ύψιστος, ος παρέδωκεν τους εχθρούς σου υποχειρίους σοι. και έδωκεν αυτώ δεκάτην από πάντων. 21 είπεν δε βασιλεύς Σοδομων πρός Αβραμ Δός μοι τους άνδρας, την δε ίππον λαβέ σεαυτώ 22 είπεν δε Αβραμ πρός βασιλέα Σοδομων Εκτενώ την χείρά μου πρός τον θεόν τον ύψιστον, ος έκτισεν τον ουρανόν και την γήν, 23 ει από σπαρτίου έως σφαιρωτήρος υποδήματος λήμψομαι από πάντων των σών, ίνα μή είπῃς ότι Εγω επλούτισα τον Αβραμ· 24 πλήν ων έφαγον οι νεανίσκοι και της μερίδος των ανδρών των συμπορευθέντων μετ’ εμού, Εσχωλ, Αυναν, Μαμβρη, ούτοι λήμψονται μερίδα.
Gen 15:1
Μετά δε τα ρήματα ταύτα εγενήθη ρήμα κυρίου πρός Αβραμ εν οράματι λέγων Μή φοβού, Αβραμ· εγώ υπερασπίζω σου· ο μισθός σου πολύς έσται σφόδρα. 2 λέγει δε Αβραμ Δέσποτα, τί μοι δώσεις; εγώ δε απολύομαι άτεκνος· ο δε υιός Μασεκ της οικογενούς μου, ούτος Δαμασκός Ελιεζερ. 3 και είπεν Αβραμ Επειδή εμοί ουκ έδωκας σπέρμα, ο δε οικογενής μου κληρονομήσει με. 4 και ευθύς φωνή κυρίου εγένετο πρός αυτόν λέγων Ου κληρονομήσει σε ούτος, αλλ’ ος εξελεύσεται εκ σού, ούτος κληρονομήσει σε. 5 εξήγαγεν δε αυτόν έξω και είπεν αυτώ Ανάβλεψον δή εις τον ουρανόν και αρίθμησον τους αστέρας, ει δυνήσῃ εξαριθμήσαι αυτούς. και είπεν Ούτως έσται το σπέρμα σου. 6 και επίστευσεν Αβραμ τω θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. 7 είπεν δε πρός αυτόν Εγω ο θεός ο εξαγαγών σε εκ χώρας Χαλδαίων ώστε δούναί σοι την γήν ταύτην κληρονομήσαι. 8 είπεν δέ Δέσποτα κύριε, κατά τί γνώσομαι ότι κληρονομήσω αυτήν; 9 είπεν δε αυτώ Λαβέ μοι δάμαλιν τριετίζουσαν και αίγα τριετίζουσαν και κριόν τριετίζοντα και τρυγόνα και περιστεράν. 10 έλαβεν δε αυτώ πάντα ταύτα και διείλεν αυτά μέσα και έθηκεν αυτά αντιπρόσωπα αλλήλοις, τα δε όρνεα ου διείλεν. 11 κατέβη δε όρνεα επί τα σώματα, τα διχοτομήματα αυτών, και συνεκάθισεν αυτοίς Αβραμ. 12 περί δε ηλίου δυσμάς έκστασις επέπεσεν τω Αβραμ, και ιδού φόβος σκοτεινός μέγας επιπίπτει αυτώ. 13 και ερρέθη πρός Αβραμ Γινώσκων γνώσῃ ότι πάροικον έσται το σπέρμα σου εν γή ουκ ιδία, και δουλώσουσιν αυτούς και κακώσουσιν αυτούς και ταπεινώσουσιν αυτούς τετρακόσια έτη. 14 το δε έθνος, ω εάν δουλεύσωσιν, κρινώ εγώ· μετά δε ταύτα εξελεύσονται ώδε μετά αποσκευής πολλής. 15 συ δε απελεύσῃ πρός τους πατέρας σου μετ’ ειρήνης, ταφείς εν γήρει καλώ. 16 τετάρτη δε γενεά αποστραφήσονται ώδε· ούπω γαρ αναπεπλήρωνται αι αμαρτίαι των Αμορραίων έως του νύν. 17 επεί δε εγίνετο ο ήλιος πρός δυσμαίς, φλόξ εγένετο, και ιδού κλίβανος καπνιζόμενος και λαμπάδες πυρός, αί διήλθον ανά μέσον των διχοτομημάτων τούτων. 18 εν τή ημέρα εκείνῃ διέθετο κύριος τω Αβραμ διαθήκην λέγων Τω σπέρματί σου δώσω την γήν ταύτην από του ποταμού Αιγύπτου έως του ποταμού του μεγάλου, ποταμού Ευφράτου, 19 τους Καιναίους και τους Κενεζαίους και τους Κεδμωναίους 20 και τους Χετταίους και τους Φερεζαίους και τους Ραφαιν 21 και τους Αμορραίους και τους Χαναναίους και τους Ευαίους και τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους.
Gen 16:1
Σαρα δε η γυνή Αβραμ ουκ έτικτεν αυτώ. ήν δε αυτή παιδίσκη Αιγυπτία, ή όνομα Αγαρ. 2 είπεν δε Σαρα πρός Αβραμ Ιδού συνέκλεισέν με κύριος του μή τίκτειν· είσελθε ουν πρός την παιδίσκην μου, ίνα τεκνοποιήσῃς εξ αυτής. υπήκουσεν δε Αβραμ της φωνής Σαρας. 3 και λαβούσα Σαρα η γυνή Αβραμ Αγαρ την Αιγυπτίαν την εαυτής παιδίσκην – μετά δέκα έτη του οικήσαι Αβραμ εν γή Χανααν – και έδωκεν αυτήν Αβραμ τω ανδρί αυτής αυτώ γυναίκα. 4 και εισήλθεν πρός Αγαρ, και συνέλαβεν και είδεν ότι εν γαστρί έχει, και ητιμάσθη η κυρία εναντίον αυτής. 5 είπεν δε Σαρα πρός Αβραμ Αδικούμαι εκ σού· εγώ δέδωκα την παιδίσκην μου εις τον κόλπον σου, ιδούσα δε ότι εν γαστρί έχει, ητιμάσθην εναντίον αυτής· κρίναι ο θεός ανά μέσον εμού και σού. 6 είπεν δε Αβραμ πρός Σαραν Ιδού η παιδίσκη σου εν ταις χερσίν σου· χρω αυτή, ως αν σοι αρεστόν ή. και εκάκωσεν αυτήν Σαρα, και απέδρα από προσώπου αυτής. 7 Εύρεν δε αυτήν άγγελος κυρίου επί της πηγής του ύδατος εν τή ερήμω, επί της πηγής εν τή οδώ Σουρ. 8 και είπεν αυτή ο άγγελος κυρίου Αγαρ παιδίσκη Σαρας, πόθεν έρχῃ και πού πορεύῃ; και είπεν Απο προσώπου Σαρας της κυρίας μου εγώ αποδιδράσκω. 9 είπεν δε αυτή ο άγγελος κυρίου Αποστράφητι πρός την κυρίαν σου και ταπεινώθητι υπό τας χείρας αυτής. 10 και είπεν αυτή ο άγγελος κυρίου Πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου, και ουκ αριθμηθήσεται από του πλήθους. 11 και είπεν αυτή ο άγγελος κυρίου Ιδού συ εν γαστρί έχεις και τέξῃ υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ισμαηλ, ότι επήκουσεν κύριος τή ταπεινώσει σου. 12 ούτος έσται άγροικος άνθρωπος· αι χείρες αυτού επί πάντας, και αι χείρες πάντων επ’ αυτόν, και κατά πρόσωπον πάντων των αδελφών αυτού κατοικήσει. 13 και εκάλεσεν Αγαρ το όνομα κυρίου του λαλούντος πρός αυτήν Συ ο θεός ο επιδών με· ότι είπεν Και γαρ ενώπιον είδον οφθέντα μοι. 14 ένεκεν τούτου εκάλεσεν το φρέαρ Φρέαρ ού ενώπιον είδον· ιδού ανά μέσον Καδης και ανά μέσον Βαραδ. 15 Και έτεκεν Αγαρ τω Αβραμ υιόν, και εκάλεσεν Αβραμ το όνομα του υιού αυτού, ον έτεκεν αυτώ Αγαρ, Ισμαηλ. 16 Αβραμ δε ήν ογδοήκοντα εξ ετών, ηνίκα έτεκεν Αγαρ τον Ισμαηλ τω Αβραμ.
Gen 17:1
Εγένετο δε Αβραμ ετών ενενήκοντα εννέα, και ώφθη κύριος τω Αβραμ και είπεν αυτώ Εγώ ειμι ο θεός σου· ευαρέστει εναντίον εμού και γίνου άμεμπτος, 2 και θήσομαι την διαθήκην μου ανά μέσον εμού και ανά μέσον σού και πληθυνώ σε σφόδρα. 3 και έπεσεν Αβραμ επί πρόσωπον αυτού, και ελάλησεν αυτώ ο θεός λέγων 4 Και εγώ ιδού η διαθήκη μου μετά σού, και εσῃ πατήρ πλήθους εθνών. 5 και ου κληθήσεται έτι το όνομά σου Αβραμ, αλλ’ έσται το όνομά σου Αβρααμ, ότι πατέρα πολλών εθνών τέθεικά σε. 6 και αυξανώ σε σφόδρα σφόδρα και θήσω σε εις έθνη, και βασιλείς εκ σού εξελεύσονται. 7 και στήσω την διαθήκην μου ανά μέσον εμού και ανά μέσον σού και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις γενεάς αυτών εις διαθήκην αιώνιον είναί σου θεός και του σπέρματός σου μετά σέ. 8 και δώσω σοι και τω σπέρματί σου μετά σε την γήν, ην παροικείς, πάσαν την γήν Χανααν, εις κατάσχεσιν αιώνιον και έσομαι αυτοίς θεός. – 9 και είπεν ο θεός πρός Αβρααμ Συ δε την διαθήκην μου διατηρήσεις, συ και το σπέρμα σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών. 10 και αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών· περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, 11 και περιτμηθήσεσθε την σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εν σημείω διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. 12 και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν παν αρσενικόν εις τας γενεάς υμών, ο οικογενής της οικίας σου και ο αργυρώνητος από παντός υιού αλλοτρίου, ος ουκ έστιν εκ του σπέρματός σου. 13 περιτομή περιτμηθήσεται ο οικογενής της οικίας σου και ο αργυρώνητος, και έσται η διαθήκη μου επί της σαρκός υμών εις διαθήκην αιώνιον. 14 και απερίτμητος άρσην, ος ου περιτμηθήσεται την σάρκα της ακροβυστίας αυτού τή ημέρα τή ογδόῃ, εξολεθρευθήσεται η ψυχή εκείνη εκ του γένους αυτής, ότι την διαθήκην μου διεσκέδασεν. 15 Είπεν δε ο θεός τω Αβρααμ Σαρα η γυνή σου, ου κληθήσεται το όνομα αυτής Σαρα, αλλά Σαρρα έσται το όνομα αυτής. 16 ευλογήσω δε αυτήν και δώσω σοι εξ αυτής τέκνον· και ευλογήσω αυτόν, και έσται εις έθνη, και βασιλείς εθνών εξ αυτού έσονται. 17 και έπεσεν Αβρααμ επί πρόσωπον και εγέλασεν και είπεν εν τή διανοία αυτού λέγων Ει τω εκατονταετεί γενήσεται, και ει Σαρρα ενενήκοντα ετών ούσα τέξεται; 18 είπεν δε Αβρααμ πρός τον θεόν Ισμαηλ ούτος ζήτω εναντίον σου. 19 είπεν δε ο θεός τω Αβρααμ Ναί· ιδού Σαρρα η γυνή σου τέξεταί σοι υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ισαακ, και στήσω την διαθήκην μου πρός αυτόν εις διαθήκην αιώνιον και τω σπέρματι αυτού μετ’ αυτόν. 20 περί δε Ισμαηλ ιδού επήκουσά σου· ιδού ευλόγησα αυτόν και αυξανώ αυτόν και πληθυνώ αυτόν σφόδρα· δώδεκα έθνη γεννήσει, και δώσω αυτόν εις έθνος μέγα. 21 την δε διαθήκην μου στήσω πρός Ισαακ, ον τέξεταί σοι Σαρρα εις τον καιρόν τούτον εν τω ενιαυτώ τω ετέρω. 22 συνετέλεσεν δε λαλών πρός αυτόν και ανέβη ο θεός από Αβρααμ. 23 Και έλαβεν Αβρααμ Ισμαηλ τον υιόν αυτού και πάντας τους οικογενείς αυτού και πάντας τους αργυρωνήτους και παν άρσεν των ανδρών των εν τω οίκω Αβρααμ και περιέτεμεν τας ακροβυστίας αυτών εν τω καιρώ της ημέρας εκείνης, καθά ελάλησεν αυτώ ο θεός. 24 Αβρααμ δε ήν ενενήκοντα εννέα ετών, ηνίκα περιέτεμεν την σάρκα της ακροβυστίας αυτού· 25 Ισμαηλ δε ο υιός αυτού ετών δέκα τριών ήν, ηνίκα περιετμήθη την σάρκα της ακροβυστίας αυτού. 26 εν τω καιρώ της ημέρας εκείνης περιετμήθη Αβρααμ και Ισμαηλ ο υιός αυτού· 27 και πάντες οι άνδρες του οίκου αυτού και οι οικογενείς και οι αργυρώνητοι εξ αλλογενών εθνών, περιέτεμεν αυτούς.
Gen 18:1
Ώφθη δε αυτώ ο θεός πρός τή δρυί τή Μαμβρη καθημένου αυτού επί της θύρας της σκηνής αυτού μεσημβρίας. 2 αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδεν, και ιδού τρείς άνδρες ειστήκεισαν επάνω αυτού· και ιδών προσέδραμεν εις συνάντησιν αυτοίς από της θύρας της σκηνής αυτού και προσεκύνησεν επί την γήν 3 και είπεν Κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίον σου, μή παρέλθῃς τον παίδά σου· 4 λημφθήτω δή ύδωρ, και νιψάτωσαν τους πόδας υμών, και καταψύξατε υπό το δένδρον· 5 και λήμψομαι άρτον, και φάγεσθε, και μετά τούτο παρελεύσεσθε εις την οδόν υμών, ού είνεκεν εξεκλίνατε πρός τον παίδα υμών. και είπαν Ούτως ποίησον, καθώς είρηκας. 6 και έσπευσεν Αβρααμ επί την σκηνήν πρός Σαρραν και είπεν αυτή Σπεύσον και φύρασον τρία μέτρα σεμιδάλεως και ποίησον εγκρυφίας. 7 και εις τας βόας έδραμεν Αβρααμ και έλαβεν μοσχάριον απαλόν και καλόν και έδωκεν τω παιδί, και ετάχυνεν του ποιήσαι αυτό. 8 έλαβεν δε βούτυρον και γάλα και το μοσχάριον, ο εποίησεν, και παρέθηκεν αυτοίς, και εφάγοσαν· αυτός δε παρειστήκει αυτοίς υπό το δένδρον. 9 Είπεν δε πρός αυτόν Πού Σαρρα η γυνή σου; ο δε αποκριθείς είπεν Ιδού εν τή σκηνή. 10 είπεν δέ Επαναστρέφων ήξω πρός σε κατά τον καιρόν τούτον εις ώρας, και έξει υιόν Σαρρα η γυνή σου. Σαρρα δε ήκουσεν πρός τή θύρα της σκηνής, ούσα όπισθεν αυτού. 11 Αβρααμ δε και Σαρρα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ημερών, εξέλιπεν δε Σαρρα γίνεσθαι τα γυναικεία. 12 εγέλασεν δε Σαρρα εν εαυτή λέγουσα Ούπω μέν μοι γέγονεν έως του νύν, ο δε κύριός μου πρεσβύτερος. 13 και είπεν κύριος πρός Αβρααμ Τί ότι εγέλασεν Σαρρα εν εαυτή λέγουσα Άρά γε αληθώς τέξομαι; εγώ δε γεγήρακα. 14 μή αδυνατεί παρά τω θεώ ρήμα; εις τον καιρόν τούτον αναστρέψω πρός σε εις ώρας, και έσται τή Σαρρα υιός. 15 ηρνήσατο δε Σαρρα λέγουσα Ουκ εγέλασα· εφοβήθη γάρ. και είπεν Ουχί, αλλά εγέλασας. 16 Εξαναστάντες δε εκείθεν οι άνδρες κατέβλεψαν επί πρόσωπον Σοδομων και Γομορρας, Αβρααμ δε συνεπορεύετο μετ’ αυτών συμπροπέμπων αυτούς. 17 ο δε κύριος είπεν Μή κρύψω εγώ από Αβρααμ του παιδός μου α εγώ ποιώ; 18 Αβρααμ δε γινόμενος έσται εις έθνος μέγα και πολύ, και ενευλογηθήσονται εν αυτώ πάντα τα έθνη της γής. 19 ήδειν γαρ ότι συντάξει τοις υιοίς αυτού και τω οίκω αυτού μετ’ αυτόν, και φυλάξουσιν τας οδούς κυρίου ποιείν δικαιοσύνην και κρίσιν· όπως αν επαγάγῃ κύριος επί Αβρααμ πάντα, όσα ελάλησεν πρός αυτόν. 20 είπεν δε κύριος Κραυγή Σοδομων και Γομορρας πεπλήθυνται, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα· 21 καταβάς ουν όψομαι ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην πρός με συντελούνται, ει δε μή, ίνα γνώ. 22 και αποστρέψαντες εκείθεν οι άνδρες ήλθον εις Σοδομα, Αβρααμ δε ήν εστηκώς εναντίον κυρίου. 23 και εγγίσας Αβρααμ είπεν Μή συναπολέσῃς δίκαιον μετά ασεβούς και έσται ο δίκαιος ως ο ασεβής; 24 εάν ώσιν πεντήκοντα δίκαιοι εν τή πόλει, απολείς αυτούς; ουκ ανήσεις πάντα τον τόπον ένεκεν των πεντήκοντα δικαίων, εάν ώσιν εν αυτή; 25 μηδαμώς συ ποιήσεις ως το ρήμα τούτο, του αποκτείναι δίκαιον μετά ασεβούς, και έσται ο δίκαιος ως ο ασεβής. μηδαμώς· ο κρίνων πάσαν την γήν ου ποιήσεις κρίσιν; 26 είπεν δε κύριος Εαν εύρω εν Σοδομοις πεντήκοντα δικαίους εν τή πόλει, αφήσω πάντα τον τόπον δι’ αυτούς. 27 και αποκριθείς Αβρααμ είπεν Νυν ηρξάμην λαλήσαι πρός τον κύριον, εγώ δέ ειμι γή και σποδός· 28 εάν δε ελαττονωθώσιν οι πεντήκοντα δίκαιοι πέντε, απολείς ένεκεν των πέντε πάσαν την πόλιν; και είπεν Ου μή απολέσω, εάν εύρω εκεί τεσσαράκοντα πέντε. 29 και προσέθηκεν έτι λαλήσαι πρός αυτόν και είπεν Εαν δε ευρεθώσιν εκεί τεσσαράκοντα; και είπεν Ου μή απολέσω ένεκεν των τεσσαράκοντα. 30 και είπεν Μή τι, κύριε, εάν λαλήσω· εάν δε ευρεθώσιν εκεί τριάκοντα; και είπεν Ου μή απολέσω, εάν εύρω εκεί τριάκοντα. 31 και είπεν Επειδή έχω λαλήσαι πρός τον κύριον, εάν δε ευρεθώσιν εκεί είκοσι; και είπεν Ου μή απολέσω ένεκεν των είκοσι. 32 και είπεν Μή τι, κύριε, εάν λαλήσω έτι άπαξ· εάν δε ευρεθώσιν εκεί δέκα; και είπεν Ου μή απολέσω ένεκεν των δέκα. 33 απήλθεν δε κύριος, ως επαύσατο λαλών τω Αβρααμ, και Αβρααμ απέστρεψεν εις τον τόπον αυτού.
Gen 19:1
Ήλθον δε οι δύο άγγελοι εις Σοδομα εσπέρας· Λωτ δε εκάθητο παρά την πύλην Σοδομων. ιδών δε Λωτ εξανέστη εις συνάντησιν αυτοίς και προσεκύνησεν τω προσώπω επί την γήν 2 και είπεν Ιδού, κύριοι, εκκλίνατε εις τον οίκον του παιδός υμών και καταλύσατε και νίψασθε τους πόδας υμών, και ορθρίσαντες απελεύσεσθε εις την οδόν υμών. είπαν δέ Ουχί, αλλ’ εν τή πλατεία καταλύσομεν. 3 και κατεβιάζετο αυτούς, και εξέκλιναν πρός αυτόν και εισήλθον εις την οικίαν αυτού. και εποίησεν αυτοίς πότον, και αζύμους έπεψεν αυτοίς, και έφαγον. 4 προ του κοιμηθήναι και οι άνδρες της πόλεως οι Σοδομίται περιεκύκλωσαν την οικίαν από νεανίσκου έως πρεσβυτέρου, άπας ο λαός άμα, 5 και εξεκαλούντο τον Λωτ και έλεγον πρός αυτόν Πού εισιν οι άνδρες οι εισελθόντες πρός σε την νύκτα; εξάγαγε αυτούς πρός ημάς, ίνα συγγενώμεθα αυτοίς. 6 εξήλθεν δε Λωτ πρός αυτούς πρός το πρόθυρον, την δε θύραν προσέωξεν οπίσω αυτού. 7 είπεν δε πρός αυτούς Μηδαμώς, αδελφοί, μή πονηρεύσησθε. 8 εισίν δέ μοι δύο θυγατέρες, αί ουκ έγνωσαν άνδρα· εξάξω αυτάς πρός υμάς, και χρήσασθε αυταίς, καθά αν αρέσκῃ υμίν· μόνον εις τους άνδρας τούτους μή ποιήσητε μηδέν άδικον, ού είνεκεν εισήλθον υπό την σκέπην των δοκών μου. 9 είπαν δέ Απόστα εκεί. είς ήλθες παροικείν· μή και κρίσιν κρίνειν; νυν ουν σε κακώσομεν μάλλον ή εκείνους. και παρεβιάζοντο τον άνδρα τον Λωτ σφόδρα και ήγγισαν συντρίψαι την θύραν. 10 εκτείναντες δε οι άνδρες τας χείρας εισεσπάσαντο τον Λωτ πρός εαυτούς εις τον οίκον και την θύραν του οίκου απέκλεισαν· 11 τους δε άνδρας τους όντας επί της θύρας του οίκου επάταξαν αορασία από μικρού έως μεγάλου, και παρελύθησαν ζητούντες την θύραν. 12 Είπαν δε οι άνδρες πρός Λωτ Έστιν τίς σοι ώδε, γαμβροί ή υιοί ή θυγατέρες; ή εί τίς σοι άλλος έστιν εν τή πόλει, εξάγαγε εκ του τόπου τούτου· 13 ότι απόλλυμεν ημείς τον τόπον τούτον, ότι υψώθη η κραυγή αυτών εναντίον κυρίου, και απέστειλεν ημάς κύριος εκτρίψαι αυτήν. 14 εξήλθεν δε Λωτ και ελάλησεν πρός τους γαμβρούς αυτού τους ειληφότας τας θυγατέρας αυτού και είπεν Ανάστητε και εξέλθατε εκ του τόπου τούτου, ότι εκτρίβει κύριος την πόλιν. έδοξεν δε γελοιάζειν εναντίον των γαμβρών αυτού. 15 ηνίκα δε όρθρος εγίνετο, επεσπούδαζον οι άγγελοι τον Λωτ λέγοντες Αναστάς λαβέ την γυναίκά σου και τας δύο θυγατέρας σου, ας έχεις, και έξελθε, ίνα μή συναπόλῃ ταις ανομίαις της πόλεως. 16 και εταράχθησαν· και εκράτησαν οι άγγελοι της χειρός αυτού και της χειρός της γυναικός αυτού και των χειρών των δύο θυγατέρων αυτού εν τω φείσασθαι κύριον αυτού. 17 και εγένετο ηνίκα εξήγαγον αυτούς έξω. και είπαν Σώζων σώζε την σεαυτού ψυχήν· μή περιβλέψῃς εις τα οπίσω μηδέ στής εν πάσῃ τή περιχώρω· εις το όρος σώζου, μήποτε συμπαραλημφθής. 18 είπεν δε Λωτ πρός αυτούς Δέομαι, κύριε· 19 επειδή εύρεν ο παίς σου έλεος εναντίον σου και εμεγάλυνας την δικαιοσύνην σου, ο ποιείς επ’ εμέ, του ζήν την ψυχήν μου, εγώ δε ου δυνήσομαι διασωθήναι εις το όρος, μή καταλάβῃ με τα κακά και αποθάνω, 20 ιδού η πόλις αύτη εγγύς του καταφυγείν με εκεί, ή εστιν μικρά, εκεί σωθήσομαι· ου μικρά εστιν; και ζήσεται η ψυχή μου. 21 και είπεν αυτώ Ιδού εθαύμασά σου το πρόσωπον και επί τω ρήματι τούτω του μή καταστρέψαι την πόλιν, περί ής ελάλησας· 22 σπεύσον ουν του σωθήναι εκεί· ου γαρ δυνήσομαι ποιήσαι πράγμα έως του σε εισελθείν εκεί. διά τούτο εκάλεσεν το όνομα της πόλεως εκείνης Σηγωρ. 23 ο ήλιος εξήλθεν επί την γήν, και Λωτ εισήλθεν εις Σηγωρ, 24 και κύριος έβρεξεν επί Σοδομα και Γομορρα θείον και πυρ παρά κυρίου εκ του ουρανού 25 και κατέστρεψεν τας πόλεις ταύτας και πάσαν την περίοικον και πάντας τους κατοικούντας εν ταις πόλεσιν και πάντα τα ανατέλλοντα εκ της γής. 26 και επέβλεψεν η γυνή αυτού εις τα οπίσω και εγένετο στήλη αλός. 27 Ώρθρισεν δε Αβρααμ το πρωΐ εις τον τόπον, ού ειστήκει εναντίον κυρίου, 28 και επέβλεψεν επί πρόσωπον Σοδομων και Γομορρας και επί πρόσωπον της γής της περιχώρου και είδεν, και ιδού ανέβαινεν φλόξ της γής ωσεί ατμίς καμίνου. 29 και εγένετο εν τω εκτρίψαι κύριον πάσας τας πόλεις της περιοίκου εμνήσθη ο θεός του Αβρααμ και εξαπέστειλεν τον Λωτ εκ μέσου της καταστροφής εν τω καταστρέψαι κύριον τας πόλεις, εν αίς κατώκει εν αυταίς Λωτ. 30 Ανέβη δε Λωτ εκ Σηγωρ και εκάθητο εν τω όρει και αι δύο θυγατέρες αυτού μετ’ αυτού· εφοβήθη γαρ κατοικήσαι εν Σηγωρ. και ώκησεν εν τω σπηλαίω, αυτός και αι δύο θυγατέρες αυτού μετ’ αυτού. 31 είπεν δε η πρεσβυτέρα πρός την νεωτέραν Ο πατήρ ημών πρεσβύτερος, και ουδείς εστιν επί της γής, ος εισελεύσεται πρός ημάς, ως καθήκει πάσῃ τή γή· 32 δεύρο και ποτίσωμεν τον πατέρα ημών οίνον και κοιμηθώμεν μετ’ αυτού και εξαναστήσωμεν εκ του πατρός ημών σπέρμα. 33 επότισαν δε τον πατέρα αυτών οίνον εν τή νυκτί ταύτῃ, και εισελθούσα η πρεσβυτέρα εκοιμήθη μετά του πατρός αυτής την νύκτα εκείνην, και ουκ ήδει εν τω κοιμηθήναι αυτήν και αναστήναι. 34 εγένετο δε τή επαύριον και είπεν η πρεσβυτέρα πρός την νεωτέραν Ιδού εκοιμήθην εχθές μετά του πατρός ημών· ποτίσωμεν αυτόν οίνον και την νύκτα ταύτην, και εισελθούσα κοιμήθητι μετ’ αυτού, και εξαναστήσωμεν εκ του πατρός ημών σπέρμα. 35 επότισαν δε και εν τή νυκτί εκείνῃ τον πατέρα αυτών οίνον, και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μετά του πατρός αυτής, και ουκ ήδει εν τω κοιμηθήναι αυτήν και αναστήναι. 36 και συνέλαβον αι δύο θυγατέρες Λωτ εκ του πατρός αυτών. 37 και έτεκεν η πρεσβυτέρα υιόν και εκάλεσεν το όνομα αυτού Μωαβ λέγουσα Εκ του πατρός μου· ούτος πατήρ Μωαβιτών έως της σήμερον ημέρας. 38 έτεκεν δε και η νεωτέρα υιόν και εκάλεσεν το όνομα αυτού Αμμαν υιός του γένους μου· ούτος πατήρ Αμμανιτών έως της σήμερον ημέρας.
Gen 20:1
Καί εκίνησεν εκείθεν Αβρααμ εις γήν πρός λίβα και ώκησεν ανά μέσον Καδης και ανά μέσον Σουρ και παρώκησεν εν Γεραροις. 2 είπεν δε Αβρααμ περί Σαρρας της γυναικός αυτού ότι Αδελφή μού εστιν· εφοβήθη γαρ ειπείν ότι Γυνή μού εστιν, μήποτε αποκτείνωσιν αυτόν οι άνδρες της πόλεως δι’ αυτήν. απέστειλεν δε Αβιμελεχ βασιλεύς Γεραρων και έλαβεν την Σαρραν. 3 και εισήλθεν ο θεός πρός Αβιμελεχ εν ύπνω την νύκτα και είπεν Ιδού συ αποθνῄσκεις περί της γυναικός, ής έλαβες, αύτη δέ εστιν συνωκηκυία ανδρί. 4 Αβιμελεχ δε ουχ ήψατο αυτής και είπεν Κύριε, έθνος αγνοούν και δίκαιον απολείς; 5 ουκ αυτός μοι είπεν Αδελφή μού εστιν; και αυτή μοι είπεν Αδελφός μού εστιν. εν καθαρά καρδία και εν δικαιοσύνῃ χειρών εποίησα τούτο. 6 είπεν δε αυτώ ο θεός καθ’ ύπνον Καγώ έγνων ότι εν καθαρά καρδία εποίησας τούτο, και εφεισάμην εγώ σου του μή αμαρτείν σε εις εμέ· ένεκεν τούτου ουκ αφήκά σε άψασθαι αυτής. 7 νυν δε απόδος την γυναίκα τω ανθρώπω, ότι προφήτης εστίν και προσεύξεται περί σού και ζήσῃ· ει δε μή αποδίδως, γνώθι ότι αποθανή συ και πάντα τα σά. 8 και ώρθρισεν Αβιμελεχ το πρωΐ και εκάλεσεν πάντας τους παίδας αυτού και ελάλησεν πάντα τα ρήματα ταύτα εις τα ώτα αυτών, εφοβήθησαν δε πάντες οι άνθρωποι σφόδρα. 9 και εκάλεσεν Αβιμελεχ τον Αβρααμ και είπεν αυτώ Τί τούτο εποίησας ημίν; μή τι ημάρτομεν εις σέ, ότι επήγαγες επ’ εμέ και επί την βασιλείαν μου αμαρτίαν μεγάλην; έργον, ο ουδείς ποιήσει, πεποίηκάς μοι. 10 είπεν δε Αβιμελεχ τω Αβρααμ Τί ενιδών εποίησας τούτο; 11 είπεν δε Αβρααμ Είπα γάρ Άρα ουκ έστιν θεοσέβεια εν τω τόπω τούτω, εμέ τε αποκτενούσιν ένεκεν της γυναικός μου. 12 και γαρ αληθώς αδελφή μού εστιν εκ πατρός, αλλ’ ουκ εκ μητρός· εγενήθη δέ μοι εις γυναίκα. 13 εγένετο δε ηνίκα εξήγαγέν με ο θεός εκ του οίκου του πατρός μου, και είπα αυτή Ταύτην την δικαιοσύνην ποιήσεις επ’ εμέ· εις πάντα τόπον, ού εάν εισέλθωμεν εκεί, ειπόν εμέ ότι Αδελφός μού εστιν. 14 έλαβεν δε Αβιμελεχ χίλια δίδραχμα πρόβατα και μόσχους και παίδας και παιδίσκας και έδωκεν τω Αβρααμ και απέδωκεν αυτώ Σαρραν την γυναίκα αυτού. 15 και είπεν Αβιμελεχ τω Αβρααμ Ιδού η γή μου εναντίον σου· ού εάν σοι αρέσκῃ, κατοίκει. 16 τή δε Σαρρα είπεν Ιδού δέδωκα χίλια δίδραχμα τω αδελφώ σου· ταύτα έσται σοι εις τιμήν του προσώπου σου και πάσαις ταις μετά σού· και πάντα αλήθευσον. 17 προσηύξατο δε Αβρααμ πρός τον θεόν, και ιάσατο ο θεός τον Αβιμελεχ και την γυναίκα αυτού και τας παιδίσκας αυτού, και έτεκον· 18 ότι συγκλείων συνέκλεισεν κύριος έξωθεν πάσαν μήτραν εν τω οίκω του Αβιμελεχ ένεκεν Σαρρας της γυναικός Αβρααμ.
Gen 21:1
Καί κύριος επεσκέψατο την Σαρραν, καθά είπεν, και εποίησεν κύριος τή Σαρρα, καθά ελάλησεν, 2 και συλλαβούσα έτεκεν Σαρρα τω Αβρααμ υιόν εις το γήρας εις τον καιρόν, καθά ελάλησεν αυτώ κύριος. 3 και εκάλεσεν Αβρααμ το όνομα του υιού αυτού του γενομένου αυτώ, ον έτεκεν αυτώ Σαρρα, Ισαακ. 4 περιέτεμεν δε Αβρααμ τον Ισαακ τή ογδόῃ ημέρα, καθά ενετείλατο αυτώ ο θεός. 5 Αβρααμ δε ήν εκατόν ετών, ηνίκα εγένετο αυτώ Ισαακ ο υιός αυτού. 6 είπεν δε Σαρρα Γέλωτά μοι εποίησεν κύριος· ος γαρ αν ακούσῃ, συγχαρείταί μοι. 7 και είπεν Τίς αναγγελεί τω Αβρααμ ότι θηλάζει παιδίον Σαρρα; ότι έτεκον υιόν εν τω γήρει μου. 8 Και ηυξήθη το παιδίον και απεγαλακτίσθη, και εποίησεν Αβρααμ δοχήν μεγάλην, ή ημέρα απεγαλακτίσθη Ισαακ ο υιός αυτού. 9 ιδούσα δε Σαρρα τον υιόν Αγαρ της Αιγυπτίας, ος εγένετο τω Αβρααμ, παίζοντα μετά Ισαακ του υιού αυτής 10 και είπεν τω Αβρααμ Έκβαλε την παιδίσκην ταύτην και τον υιόν αυτής· ου γαρ κληρονομήσει ο υιός της παιδίσκης ταύτης μετά του υιού μου Ισαακ. 11 σκληρόν δε εφάνη το ρήμα σφόδρα εναντίον Αβρααμ περί του υιού αυτού. 12 είπεν δε ο θεός τω Αβρααμ Μή σκληρόν έστω το ρήμα εναντίον σου περί του παιδίου και περί της παιδίσκης· πάντα, όσα εάν είπῃ σοι Σαρρα, άκουε της φωνής αυτής, ότι εν Ισαακ κληθήσεταί σοι σπέρμα. 13 και τον υιόν δε της παιδίσκης ταύτης, εις έθνος μέγα ποιήσω αυτόν, ότι σπέρμα σόν εστιν. 14 ανέστη δε Αβρααμ το πρωΐ και έλαβεν άρτους και ασκόν ύδατος και έδωκεν Αγαρ και επέθηκεν επί τον ώμον και το παιδίον και απέστειλεν αυτήν. απελθούσα δε επλανάτο την έρημον κατά το φρέαρ του όρκου. 15 εξέλιπεν δε το ύδωρ εκ του ασκού, και έρριψεν το παιδίον υποκάτω μιάς ελάτης· 16 απελθούσα δε εκάθητο απέναντι αυτού μακρόθεν ωσεί τόξου βολήν· είπεν γάρ Ου μή ίδω τον θάνατον του παιδίου μου. και εκάθισεν απέναντι αυτού, αναβοήσαν δε το παιδίον έκλαυσεν. 17 εισήκουσεν δε ο θεός της φωνής του παιδίου εκ του τόπου, ού ήν, και εκάλεσεν άγγελος του θεού την Αγαρ εκ του ουρανού και είπεν αυτή Τί εστιν, Αγαρ; μή φοβού· επακήκοεν γαρ ο θεός της φωνής του παιδίου σου εκ του τόπου, ού εστιν. 18 ανάστηθι, λαβέ το παιδίον και κράτησον τή χειρί σου αυτό· εις γαρ έθνος μέγα ποιήσω αυτόν. 19 και ανέωξεν ο θεός τους οφθαλμούς αυτής, και είδεν φρέαρ ύδατος ζώντος και επορεύθη και έπλησεν τον ασκόν ύδατος και επότισεν το παιδίον. 20 και ήν ο θεός μετά του παιδίου, και ηυξήθη. και κατώκησεν εν τή ερήμω, εγένετο δε τοξότης. 21 και κατώκησεν εν τή ερήμω τή Φαραν, και έλαβεν αυτώ η μήτηρ γυναίκα εκ γής Αιγύπτου. 22 Εγένετο δε εν τω καιρώ εκείνω και είπεν Αβιμελεχ και Οχοζαθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φικολ ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως αυτού πρός Αβρααμ λέγων Ο θεός μετά σού εν πάσιν, οίς εάν ποιής· 23 νυν ουν όμοσόν μοι τον θεόν μή αδικήσειν με μηδέ το σπέρμα μου μηδέ το όνομά μου, αλλά κατά την δικαιοσύνην, ην εποίησα μετά σού, ποιήσεις μετ’ εμού και τή γή, ή συ παρώκησας εν αυτή. 24 και είπεν Αβρααμ Εγω ομούμαι. 25 και ήλεγξεν Αβρααμ τον Αβιμελεχ περί των φρεάτων του ύδατος, ων αφείλαντο οι παίδες του Αβιμελεχ. 26 και είπεν αυτώ Αβιμελεχ Ουκ έγνων, τίς εποίησεν το πράγμα τούτο, ουδέ σύ μοι απήγγειλας, ουδέ εγώ ήκουσα αλλ’ ή σήμερον. 27 και έλαβεν Αβρααμ πρόβατα και μόσχους και έδωκεν τω Αβιμελεχ, και διέθεντο αμφότεροι διαθήκην. 28 και έστησεν Αβρααμ επτά αμνάδας προβάτων μόνας. 29 και είπεν Αβιμελεχ τω Αβρααμ Τί εισιν αι επτά αμνάδες των προβάτων τούτων, ας έστησας μόνας; 30 και είπεν Αβρααμ ότι Τας επτά αμνάδας ταύτας λήμψῃ παρ’ εμού, ίνα ώσίν μοι εις μαρτύριον ότι εγώ ώρυξα το φρέαρ τούτο. 31 διά τούτο επωνόμασεν το όνομα του τόπου εκείνου Φρέαρ ορκισμού, ότι εκεί ώμοσαν αμφότεροι. 32 και διέθεντο διαθήκην εν τω φρέατι του όρκου. ανέστη δε Αβιμελεχ και Οχοζαθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φικολ ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως αυτού και επέστρεψαν εις την γήν των Φυλιστιιμ. 33 και εφύτευσεν Αβρααμ άρουραν επί τω φρέατι του όρκου και επεκαλέσατο εκεί το όνομα κυρίου Θεός αιώνιος. 34 παρώκησεν δε Αβρααμ εν τή γή των Φυλιστιιμ ημέρας πολλάς.
Gen 22:1
Καί εγένετο μετά τα ρήματα ταύτα ο θεός επείραζεν τον Αβρααμ και είπεν πρός αυτόν Αβρααμ, Αβρααμ· ο δε είπεν Ιδού εγώ. 2 και είπεν Λαβέ τον υιόν σου τον αγαπητόν, ον ηγάπησας, τον Ισαακ, και πορεύθητι εις την γήν την υψηλήν και ανένεγκον αυτόν εκεί εις ολοκάρπωσιν εφ’ εν των ορέων, ων αν σοι είπω. 3 αναστάς δε Αβρααμ το πρωΐ επέσαξεν την όνον αυτού· παρέλαβεν δε μεθ’ εαυτού δύο παίδας και Ισαακ τον υιόν αυτού και σχίσας ξύλα εις ολοκάρπωσιν αναστάς επορεύθη και ήλθεν επί τον τόπον, ον είπεν αυτώ ο θεός. 4 τή ημέρα τή τρίτῃ και αναβλέψας Αβρααμ τοις οφθαλμοίς είδεν τον τόπον μακρόθεν. 5 και είπεν Αβρααμ τοις παισίν αυτού Καθίσατε αυτού μετά της όνου, εγώ δε και το παιδάριον διελευσόμεθα έως ώδε και προσκυνήσαντες αναστρέψωμεν πρός υμάς. 6 έλαβεν δε Αβρααμ τα ξύλα της ολοκαρπώσεως και επέθηκεν Ισαακ τω υιώ αυτού· έλαβεν δε και το πυρ μετά χείρα και την μάχαιραν, και επορεύθησαν οι δύο άμα. 7 είπεν δε Ισαακ πρός Αβρααμ τον πατέρα αυτού είπας Πάτερ. ο δε είπεν Τί εστιν, τέκνον; λέγων Ιδού το πυρ και τα ξύλα· πού εστιν το πρόβατον το εις ολοκάρπωσιν; 8 είπεν δε Αβρααμ Ο θεός όψεται εαυτώ πρόβατον εις ολοκάρπωσιν, τέκνον. πορευθέντες δε αμφότεροι άμα 9 ήλθον επί τον τόπον, ον είπεν αυτώ ο θεός. και ωκοδόμησεν εκεί Αβρααμ θυσιαστήριον και επέθηκεν τα ξύλα και συμποδίσας Ισαακ τον υιόν αυτού επέθηκεν αυτόν επί το θυσιαστήριον επάνω των ξύλων. 10 και εξέτεινεν Αβρααμ την χείρα αυτού λαβείν την μάχαιραν σφάξαι τον υιόν αυτού. 11 και εκάλεσεν αυτόν άγγελος κυρίου εκ του ουρανού και είπεν αυτώ Αβρααμ, Αβρααμ. ο δε είπεν Ιδού εγώ. 12 και είπεν Μή επιβάλῃς την χείρά σου επί το παιδάριον μηδέ ποιήσῃς αυτώ μηδέν· νυν γαρ έγνων ότι φοβή τον θεόν συ και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ. 13 και αναβλέψας Αβρααμ τοις οφθαλμοίς αυτού είδεν, και ιδού κριός είς κατεχόμενος εν φυτώ σαβεκ των κεράτων· και επορεύθη Αβρααμ και έλαβεν τον κριόν και ανήνεγκεν αυτόν εις ολοκάρπωσιν αντί Ισαακ του υιού αυτού. 14 και εκάλεσεν Αβρααμ το όνομα του τόπου εκείνου Κύριος είδεν, ίνα είπωσιν σήμερον Εν τω όρει κύριος ώφθη. 15 και εκάλεσεν άγγελος κυρίου τον Αβρααμ δεύτερον εκ του ουρανού 16 λέγων Κατ’ εμαυτού ώμοσα, λέγει κύριος, ού είνεκεν εποίησας το ρήμα τούτο και ουκ εφείσω του υιού σου του αγαπητού δι’ εμέ, 17 ή μήν ευλογών ευλογήσω σε και πληθύνων πληθυνώ το σπέρμα σου ως τους αστέρας του ουρανού και ως την άμμον την παρά το χείλος της θαλάσσης, και κληρονομήσει το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων· 18 και ενευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γής, ανθ’ ων υπήκουσας της εμής φωνής. 19 απεστράφη δε Αβρααμ πρός τους παίδας αυτού, και αναστάντες επορεύθησαν άμα επί το φρέαρ του όρκου. και κατώκησεν Αβρααμ επί τω φρέατι του όρκου. 20 Εγένετο δε μετά τα ρήματα ταύτα και ανηγγέλη τω Αβρααμ λέγοντες Ιδού τέτοκεν Μελχα και αυτή υιούς Ναχωρ τω αδελφώ σου, 21 τον Ωξ πρωτότοκον και τον Βαυξ αδελφόν αυτού και τον Καμουηλ πατέρα Σύρων 22 και τον Χασαδ και τον Αζαυ και τον Φαλδας και τον Ιεδλαφ και τον Βαθουηλ· 23 και Βαθουηλ εγέννησεν την Ρεβεκκαν. οκτώ ούτοι υιοί, ούς έτεκεν Μελχα τω Ναχωρ τω αδελφώ Αβρααμ. 24 και η παλλακή αυτού, ή όνομα Ρεημα, έτεκεν και αυτή τον Ταβεκ και τον Γααμ και τον Τοχος και τον Μωχα.
Gen 23:1
Εγένετο δε η ζωή Σαρρας έτη εκατόν είκοσι επτά. 2 και απέθανεν Σαρρα εν πόλει Αρβοκ, ή εστιν εν τω κοιλώματι [αύτη εστίν Χεβρων] εν γή Χανααν. ήλθεν δε Αβρααμ κόψασθαι Σαρραν και πενθήσαι. 3 και ανέστη Αβρααμ από του νεκρού αυτού και είπεν τοις υιοίς Χετ λέγων 4 Πάροικος και παρεπίδημος εγώ ειμι μεθ’ υμών· δότε ουν μοι κτήσιν τάφου μεθ’ υμών, και θάψω τον νεκρόν μου απ’ εμού. 5 απεκρίθησαν δε οι υιοί Χετ πρός Αβρααμ λέγοντες 6 Μή, κύριε· άκουσον δε ημών. βασιλεύς παρά θεού εί συ εν ημίν· εν τοις εκλεκτοίς μνημείοις ημών θάψον τον νεκρόν σου· ουδείς γαρ ημών το μνημείον αυτού κωλύσει από σού του θάψαι τον νεκρόν σου εκεί. 7 αναστάς δε Αβρααμ προσεκύνησεν τω λαώ της γής, τοις υιοίς Χετ, 8 και ελάλησεν πρός αυτούς Αβρααμ λέγων Ει έχετε τή ψυχή υμών ώστε θάψαι τον νεκρόν μου από προσώπου μου, ακούσατέ μου και λαλήσατε περί εμού Εφρων τω του Σααρ, 9 και δότω μοι το σπήλαιον το διπλούν, ο εστιν αυτώ, το ον εν μέρει του αγρού αυτού· αργυρίου του αξίου δότω μοι αυτό εν υμίν εις κτήσιν μνημείου. 10 Εφρων δε εκάθητο εν μέσω των υιών Χετ· αποκριθείς δε Εφρων ο Χετταίος πρός Αβρααμ είπεν ακουόντων των υιών Χετ και πάντων των εισπορευομένων εις την πόλιν λέγων 11 Παρ εμοί γενού, κύριε, και άκουσόν μου. τον αγρόν και το σπήλαιον το εν αυτώ σοι δίδωμι· εναντίον πάντων των πολιτών μου δέδωκά σοι· θάψον τον νεκρόν σου. 12 και προσεκύνησεν Αβρααμ εναντίον του λαού της γής 13 και είπεν τω Εφρων εις τα ώτα του λαού της γής Επειδή πρός εμού εί, άκουσόν μου· το αργύριον του αγρού λαβέ παρ’ εμού, και θάψω τον νεκρόν μου εκεί. 14 απεκρίθη δε Εφρων τω Αβρααμ λέγων 15 Ουχί, κύριε· ακήκοα. γή τετρακοσίων διδράχμων αργυρίου, ανά μέσον εμού και σού τί αν είη τούτο; συ δε τον νεκρόν σου θάψον. 16 και ήκουσεν Αβρααμ του Εφρων, και απεκατέστησεν Αβρααμ τω Εφρων το αργύριον, ο ελάλησεν εις τα ώτα των υιών Χετ, τετρακόσια δίδραχμα αργυρίου δοκίμου εμπόροις. 17 και έστη ο αγρός Εφρων, ος ήν εν τω διπλώ σπηλαίω, ος εστιν κατά πρόσωπον Μαμβρη, ο αγρός και το σπήλαιον, ο ήν εν αυτώ, και παν δένδρον, ο ήν εν τω αγρώ, ο εστιν εν τοις ορίοις αυτού κύκλω, 18 τω Αβρααμ εις κτήσιν εναντίον των υιών Χετ και πάντων των εισπορευομένων εις την πόλιν. 19 μετά ταύτα έθαψεν Αβρααμ Σαρραν την γυναίκα αυτού εν τω σπηλαίω του αγρού τω διπλώ, ο εστιν απέναντι Μαμβρη [αύτη εστίν Χεβρων] εν τή γή Χανααν. 20 και εκυρώθη ο αγρός και το σπήλαιον, ο ήν εν αυτώ, τω Αβρααμ εις κτήσιν τάφου παρά των υιών Χετ.
Gen 24:1
Καί Αβρααμ ήν πρεσβύτερος προβεβηκώς ημερών, και κύριος ευλόγησεν τον Αβρααμ κατά πάντα. 2 και είπεν Αβρααμ τω παιδί αυτού τω πρεσβυτέρω της οικίας αυτού τω άρχοντι πάντων των αυτού Θες την χείρά σου υπό τον μηρόν μου, 3 και εξορκιώ σε κύριον τον θεόν του ουρανού και τον θεόν της γής, ίνα μή λάβῃς γυναίκα τω υιώ μου Ισαακ από των θυγατέρων των Χαναναίων, μεθ’ ων εγώ οικώ εν αυτοίς, 4 αλλά εις την γήν μου, ού εγενόμην, πορεύσῃ και εις την φυλήν μου και λήμψῃ γυναίκα τω υιώ μου Ισαακ εκείθεν. 5 είπεν δε πρός αυτόν ο παίς Μήποτε ου βούλεται η γυνή πορευθήναι μετ’ εμού οπίσω εις την γήν ταύτην· αποστρέψω τον υιόν σου εις την γήν, όθεν εξήλθες εκείθεν; 6 είπεν δε πρός αυτόν Αβρααμ Πρόσεχε σεαυτώ, μή αποστρέψῃς τον υιόν μου εκεί. 7 κύριος ο θεός του ουρανού και ο θεός της γής, ος έλαβέν με εκ του οίκου του πατρός μου και εκ της γής, ής εγενήθην, ος ελάλησέν μοι και ώμοσέν μοι λέγων Σοί δώσω την γήν ταύτην και τω σπέρματί σου, αυτός αποστελεί τον άγγελον αυτού έμπροσθέν σου, και λήμψῃ γυναίκα τω υιώ μου Ισαακ εκείθεν. 8 εάν δε μή θέλῃ η γυνή πορευθήναι μετά σού εις την γήν ταύτην, καθαρός εσῃ από του όρκου τούτου· μόνον τον υιόν μου μή αποστρέψῃς εκεί. 9 και έθηκεν ο παίς την χείρα αυτού υπό τον μηρόν Αβρααμ του κυρίου αυτού και ώμοσεν αυτώ περί του ρήματος τούτου 10 Και έλαβεν ο παίς δέκα καμήλους από των καμήλων του κυρίου αυτού και από πάντων των αγαθών του κυρίου αυτού μεθ’ εαυτού και αναστάς επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν εις την πόλιν Ναχωρ. 11 και εκοίμισεν τας καμήλους έξω της πόλεως παρά το φρέαρ του ύδατος το πρός οψέ, ηνίκα εκπορεύονται αι υδρευόμεναι. 12 και είπεν Κύριε ο θεός του κυρίου μου Αβρααμ, ευόδωσον εναντίον εμού σήμερον και ποίησον έλεος μετά του κυρίου μου Αβρααμ. 13 ιδού εγώ έστηκα επί της πηγής του ύδατος, αι δε θυγατέρες των οικούντων την πόλιν εκπορεύονται αντλήσαι ύδωρ, 14 και έσται η παρθένος, ή αν εγώ είπω Επίκλινον την υδρίαν σου, ίνα πίω, και είπῃ μοι Πίε, και τας καμήλους σου ποτιώ, έως αν παύσωνται πίνουσαι, ταύτην ητοίμασας τω παιδί σου Ισαακ, και εν τούτω γνώσομαι ότι εποίησας έλεος τω κυρίω μου Αβρααμ. 15 και εγένετο προ του συντελέσαι αυτόν λαλούντα εν τή διανοία, και ιδού Ρεβεκκα εξεπορεύετο η τεχθείσα Βαθουηλ υιώ Μελχας της γυναικός Ναχωρ αδελφού δε Αβρααμ έχουσα την υδρίαν επί των ώμων αυτής. 16 η δε παρθένος ήν καλή τή όψει σφόδρα· παρθένος ήν, ανήρ ουκ έγνω αυτήν. καταβάσα δε επί την πηγήν έπλησεν την υδρίαν και ανέβη. 17 επέδραμεν δε ο παίς εις συνάντησιν αυτής και είπεν Πότισόν με μικρόν ύδωρ εκ της υδρίας σου. 18 η δε είπεν Πίε, κύριε. και έσπευσεν και καθείλεν την υδρίαν επί τον βραχίονα αυτής και επότισεν αυτόν, 19 έως επαύσατο πίνων. και είπεν Και ταις καμήλοις σου υδρεύσομαι, έως αν πάσαι πίωσιν. 20 και έσπευσεν και εξεκένωσεν την υδρίαν εις το ποτιστήριον και έδραμεν έτι επί το φρέαρ αντλήσαι και υδρεύσατο πάσαις ταις καμήλοις. 21 ο δε άνθρωπος κατεμάνθανεν αυτήν και παρεσιώπα του γνώναι ει ευόδωκεν κύριος την οδόν αυτού ή ού. 22 εγένετο δε ηνίκα επαύσαντο πάσαι αι κάμηλοι πίνουσαι, έλαβεν ο άνθρωπος ενώτια χρυσά ανά δραχμήν ολκής και δύο ψέλια επί τας χείρας αυτής, δέκα χρυσών ολκή αυτών. 23 και επηρώτησεν αυτήν και είπεν Θυγάτηρ τίνος εί; ανάγγειλόν μοι· ει έστιν παρά τω πατρί σου τόπος ημίν καταλύσαι; 24 και είπεν αυτώ Θυγάτηρ Βαθουηλ ειμί εγώ του Μελχας, ον έτεκεν τω Ναχωρ. 25 και είπεν αυτώ Και άχυρα και χορτάσματα πολλά παρ’ ημίν και τόπος του καταλύσαι. 26 και ευδοκήσας ο άνθρωπος προσεκύνησεν κυρίω 27 και είπεν Ευλογητός κύριος ο θεός του κυρίου μου Αβρααμ, ος ουκ εγκατέλιπεν την δικαιοσύνην αυτού και την αλήθειαν από του κυρίου μου· εμέ ευόδωκεν κύριος εις οίκον του αδελφού του κυρίου μου. 28 Και δραμούσα η παίς απήγγειλεν εις τον οίκον της μητρός αυτής κατά τα ρήματα ταύτα. 29 τή δε Ρεβεκκα αδελφός ήν, ω όνομα Λαβαν· και έδραμεν Λαβαν πρός τον άνθρωπον έξω επί την πηγήν. 30 και εγένετο ηνίκα είδεν τα ενώτια και τα ψέλια επί τας χείρας της αδελφής αυτού και ότε ήκουσεν τα ρήματα Ρεβεκκας της αδελφής αυτού λεγούσης Ούτως λελάληκέν μοι ο άνθρωπος, και ήλθεν πρός τον άνθρωπον εστηκότος αυτού επί των καμήλων επί της πηγής 31 και είπεν αυτώ Δεύρο είσελθε· ευλογητός κύριος· ίνα τί έστηκας έξω; εγώ δε ητοίμακα την οικίαν και τόπον ταις καμήλοις. 32 εισήλθεν δε ο άνθρωπος εις την οικίαν και απέσαξεν τας καμήλους. και έδωκεν άχυρα και χορτάσματα ταις καμήλοις και ύδωρ νίψασθαι τοις ποσίν αυτού και τοις ποσίν των ανδρών των μετ’ αυτού. 33 και παρέθηκεν αυτοίς άρτους φαγείν. και είπεν Ου μή φάγω έως του λαλήσαί με τα ρήματά μου. και είπαν Λάλησον. 34 Και είπεν Παίς Αβρααμ εγώ ειμι. 35 κύριος δε ευλόγησεν τον κύριόν μου σφόδρα, και υψώθη· και έδωκεν αυτώ πρόβατα και μόσχους, αργύριον και χρυσίον, παίδας και παιδίσκας, καμήλους και όνους. 36 και έτεκεν Σαρρα η γυνή του κυρίου μου υιόν ένα τω κυρίω μου μετά το γηράσαι αυτόν, και έδωκεν αυτώ όσα ήν αυτώ. 37 και ώρκισέν με ο κύριός μου λέγων Ου λήμψῃ γυναίκα τω υιώ μου από των θυγατέρων των Χαναναίων, εν οίς εγώ παροικώ εν τή γή αυτών, 38 αλλ’ ή εις τον οίκον του πατρός μου πορεύσῃ και εις την φυλήν μου και λήμψῃ γυναίκα τω υιώ μου εκείθεν. 39 είπα δε τω κυρίω μου Μήποτε ου πορεύσεται η γυνή μετ’ εμού. 40 και είπέν μοι Κύριος, ω ευηρέστησα εναντίον αυτού, αυτός αποστελεί τον άγγελον αυτού μετά σού και ευοδώσει την οδόν σου, και λήμψῃ γυναίκα τω υιώ μου εκ της φυλής μου και εκ του οίκου του πατρός μου. 41 τότε αθώος εσῃ από της αράς μου· ηνίκα γαρ εάν έλθῃς εις την εμήν φυλήν και μή σοι δώσιν, και εσῃ αθώος από του ορκισμού μου. 42 και ελθών σήμερον επί την πηγήν είπα Κύριε ο θεός του κυρίου μου Αβρααμ, ει συ ευοδοίς την οδόν μου, ην νυν εγώ πορεύομαι επ’ αυτήν, 43 ιδού εγώ εφέστηκα επί της πηγής του ύδατος, και αι θυγατέρες των ανθρώπων της πόλεως εξελεύσονται υδρεύσασθαι ύδωρ, και έσται η παρθένος, ή αν εγώ είπω Πότισόν με μικρόν ύδωρ εκ της υδρίας σου, 44 και είπῃ μοι Και συ πίε, και ταις καμήλοις σου υδρεύσομαι, αύτη η γυνή, ην ητοίμασεν κύριος τω εαυτού θεράποντι Ισαακ, και εν τούτω γνώσομαι ότι πεποίηκας έλεος τω κυρίω μου Αβρααμ. 45 και εγένετο προ του συντελέσαι με λαλούντα εν τή διανοία ευθύς Ρεβεκκα εξεπορεύετο έχουσα την υδρίαν επί των ώμων και κατέβη επί την πηγήν και υδρεύσατο. είπα δε αυτή Πότισόν με. 46 και σπεύσασα καθείλεν την υδρίαν αυτής αφ’ εαυτής και είπεν Πίε σύ, και τας καμήλους σου ποτιώ. και έπιον, και τας καμήλους μου επότισεν. 47 και ηρώτησα αυτήν και είπα Τίνος εί θυγάτηρ; η δε έφη Θυγάτηρ Βαθουηλ ειμί του υιού Ναχωρ, ον έτεκεν αυτώ Μελχα. και περιέθηκα αυτή τα ενώτια και τα ψέλια περί τας χείρας αυτής· 48 και ευδοκήσας προσεκύνησα κυρίω και ευλόγησα κύριον τον θεόν του κυρίου μου Αβρααμ, ος ευόδωσέν μοι εν οδώ αληθείας λαβείν την θυγατέρα του αδελφού του κυρίου μου τω υιώ αυτού. 49 ει ουν ποιείτε υμείς έλεος και δικαιοσύνην πρός τον κύριόν μου, απαγγείλατέ μοι, ει δε μή, απαγγείλατέ μοι, ίνα επιστρέψω εις δεξιάν ή εις αριστεράν. 50 Αποκριθείς δε Λαβαν και Βαθουηλ είπαν Παρά κυρίου εξήλθεν το πρόσταγμα τούτο· ου δυνησόμεθα ουν σοι αντειπείν κακόν καλώ. 51 ιδού Ρεβεκκα ενώπιόν σου· λαβών απότρεχε, και έστω γυνή τω υιώ του κυρίου σου, καθά ελάλησεν κύριος. 52 εγένετο δε εν τω ακούσαι τον παίδα τον Αβρααμ των ρημάτων τούτων προσεκύνησεν επί την γήν κυρίω. 53 και εξενέγκας ο παίς σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν έδωκεν Ρεβεκκα και δώρα έδωκεν τω αδελφώ αυτής και τή μητρί αυτής. 54 και έφαγον και έπιον, αυτός και οι άνδρες οι μετ’ αυτού όντες, και εκοιμήθησαν. Και αναστάς πρωΐ είπεν Εκπέμψατέ με, ίνα απέλθω πρός τον κύριόν μου. 55 είπαν δε οι αδελφοί αυτής και η μήτηρ Μεινάτω η παρθένος μεθ’ ημών ημέρας ωσεί δέκα, και μετά ταύτα απελεύσεται. 56 ο δε είπεν πρός αυτούς Μή κατέχετέ με, και κύριος ευόδωσεν την οδόν μου· εκπέμψατέ με, ίνα απέλθω πρός τον κύριόν μου. 57 οι δε είπαν Καλέσωμεν την παίδα και ερωτήσωμεν το στόμα αυτής. 58 και εκάλεσαν Ρεβεκκαν και είπαν αυτή Πορεύσῃ μετά του ανθρώπου τούτου; η δε είπεν Πορεύσομαι. 59 και εξέπεμψαν Ρεβεκκαν την αδελφήν αυτών και τα υπάρχοντα αυτής και τον παίδα τον Αβρααμ και τους μετ’ αυτού. 60 και ευλόγησαν Ρεβεκκαν την αδελφήν αυτών και είπαν αυτή Αδελφή ημών εί· γίνου εις χιλιάδας μυριάδων, και κληρονομησάτω το σπέρμα σου τας πόλεις των υπεναντίων. 61 αναστάσα δε Ρεβεκκα και αι άβραι αυτής επέβησαν επί τας καμήλους και επορεύθησαν μετά του ανθρώπου, και αναλαβών ο παίς την Ρεβεκκαν απήλθεν. 62 Ισαακ δε επορεύετο διά της ερήμου κατά το φρέαρ της οράσεως· αυτός δε κατώκει εν τή γή τή πρός λίβα. 63 και εξήλθεν Ισαακ αδολεσχήσαι εις το πεδίον το πρός δείλης και αναβλέψας τοις οφθαλμοίς είδεν καμήλους ερχομένας. 64 και αναβλέψασα Ρεβεκκα τοις οφθαλμοίς είδεν τον Ισαακ και κατεπήδησεν από της καμήλου 65 και είπεν τω παιδί Τίς εστιν ο άνθρωπος εκείνος ο πορευόμενος εν τω πεδίω εις συνάντησιν ημίν; είπεν δε ο παίς Ούτός εστιν ο κύριός μου. η δε λαβούσα το θέριστρον περιεβάλετο. 66 και διηγήσατο ο παίς τω Ισαακ πάντα τα ρήματα, α εποίησεν. 67 εισήλθεν δε Ισαακ εις τον οίκον της μητρός αυτού και έλαβεν την Ρεβεκκαν, και εγένετο αυτού γυνή, και ηγάπησεν αυτήν· και παρεκλήθη Ισαακ περί Σαρρας της μητρός αυτού.
Gen 25:1
Προσθέμενος δε Αβρααμ έλαβεν γυναίκα, ή όνομα Χεττουρα. 2 έτεκεν δε αυτώ τον Ζεμραν και τον Ιεξαν και τον Μαδαν και τον Μαδιαμ και τον Ιεσβοκ και τον Σωυε. 3 Ιεξαν δε εγέννησεν τον Σαβα και τον Θαιμαν και τον Δαιδαν· υιοί δε Δαιδαν εγένοντο Ραγουηλ και Ναβδεηλ και Ασσουριιμ και Λατουσιιμ και Λοωμιμ. 4 υιοί δε Μαδιαμ· Γαιφα και Αφερ και Ενωχ και Αβιρα και Ελραγα. πάντες ούτοι ήσαν υιοί Χεττουρας. 5 Έδωκεν δε Αβρααμ πάντα τα υπάρχοντα αυτού Ισαακ τω υιώ αυτού, 6 και τοις υιοίς των παλλακών αυτού έδωκεν Αβρααμ δόματα και εξαπέστειλεν αυτούς από Ισαακ του υιού αυτού έτι ζώντος αυτού πρός ανατολάς εις γήν ανατολών. 7 Ταύτα δε τα έτη ημερών ζωής Αβρααμ, όσα έζησεν· εκατόν εβδομήκοντα πέντε έτη. 8 και εκλιπών απέθανεν Αβρααμ εν γήρει καλώ πρεσβύτης και πλήρης ημερών και προσετέθη πρός τον λαόν αυτού. 9 και έθαψαν αυτόν Ισαακ και Ισμαηλ οι υιοί αυτού εις το σπήλαιον το διπλούν εις τον αγρόν Εφρων του Σααρ του Χετταίου, ο εστιν απέναντι Μαμβρη, 10 τον αγρόν και το σπήλαιον, ο εκτήσατο Αβρααμ παρά των υιών Χετ, εκεί έθαψαν Αβρααμ και Σαρραν την γυναίκα αυτού. 11 εγένετο δε μετά το αποθανείν Αβρααμ ευλόγησεν ο θεός Ισαακ τον υιόν αυτού· και κατώκησεν Ισαακ παρά το φρέαρ της οράσεως. 12 Αύται δε αι γενέσεις Ισμαηλ του υιού Αβρααμ, ον έτεκεν Αγαρ η παιδίσκη Σαρρας τω Αβρααμ, 13 και ταύτα τα ονόματα των υιών Ισμαηλ κατ’ όνομα των γενεών αυτού· πρωτότοκος Ισμαηλ Ναβαιωθ και Κηδαρ και Ναβδεηλ και Μασσαμ 14 και Μασμα και Ιδουμα και Μασση 15 και Χοδδαδ και Θαιμαν και Ιετουρ και Ναφες και Κεδμα. 16 ούτοί εισιν οι υιοί Ισμαηλ και ταύτα τα ονόματα αυτών εν ταις σκηναίς αυτών και εν ταις επαύλεσιν αυτών· δώδεκα άρχοντες κατά έθνη αυτών. 17 και ταύτα τα έτη της ζωής Ισμαηλ· εκατόν τριάκοντα επτά έτη· και εκλιπών απέθανεν και προσετέθη πρός το γένος αυτού. 18 κατώκησεν δε από Ευιλατ έως Σουρ, ή εστιν κατά πρόσωπον Αιγύπτου, έως ελθείν πρός Ασσυρίους· κατά πρόσωπον πάντων των αδελφών αυτού κατώκησεν. 19 Και αύται αι γενέσεις Ισαακ του υιού Αβρααμ· Αβρααμ εγέννησεν τον Ισαακ. 20 ήν δε Ισαακ ετών τεσσαράκοντα, ότε έλαβεν την Ρεβεκκαν θυγατέρα Βαθουηλ του Σύρου εκ της Μεσοποταμίας αδελφήν Λαβαν του Σύρου εαυτώ γυναίκα. 21 εδείτο δε Ισαακ κυρίου περί Ρεβεκκας της γυναικός αυτού, ότι στείρα ήν· επήκουσεν δε αυτού ο θεός, και έλαβεν εν γαστρί Ρεβεκκα η γυνή αυτού. 22 εσκίρτων δε τα παιδία εν αυτή· είπεν δέ Ει ούτως μοι μέλλει γίνεσθαι, ίνα τί μοι τούτο; επορεύθη δε πυθέσθαι παρά κυρίου, 23 και είπεν κύριος αυτή Δύο έθνη εν τή γαστρί σού εισιν, και δύο λαοί εκ της κοιλίας σου διασταλήσονται· και λαός λαού υπερέξει, και ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι. 24 και επληρώθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν, και τήδε ήν δίδυμα εν τή κοιλία αυτής. 25 εξήλθεν δε ο υιός ο πρωτότοκος πυρράκης, όλος ωσεί δορά δασύς· επωνόμασεν δε το όνομα αυτού Ησαυ. 26 και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού, και η χείρ αυτού επειλημμένη της πτέρνης Ησαυ· και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ιακωβ. Ισαακ δε ήν ετών εξήκοντα, ότε έτεκεν αυτούς Ρεβεκκα. 27 Ηυξήθησαν δε οι νεανίσκοι, και ήν Ησαυ άνθρωπος ειδώς κυνηγείν άγροικος, Ιακωβ δε ήν άνθρωπος άπλαστος οικών οικίαν. 28 ηγάπησεν δε Ισαακ τον Ησαυ, ότι η θήρα αυτού βρώσις αυτώ· Ρεβεκκα δε ηγάπα τον Ιακωβ. 29 ήψησεν δε Ιακωβ έψεμα· ήλθεν δε Ησαυ εκ του πεδίου εκλείπων, 30 και είπεν Ησαυ τω Ιακωβ Γεύσόν με από του εψέματος του πυρρού τούτου, ότι εκλείπω. διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτού Εδωμ. 31 είπεν δε Ιακωβ τω Ησαυ Απόδου μοι σήμερον τα πρωτοτόκιά σου εμοί. 32 είπεν δε Ησαυ Ιδού εγώ πορεύομαι τελευτάν, και ίνα τί μοι ταύτα τα πρωτοτόκια; 33 και είπεν αυτώ Ιακωβ Όμοσόν μοι σήμερον. και ώμοσεν αυτώ· απέδοτο δε Ησαυ τα πρωτοτόκια τω Ιακωβ. 34 Ιακωβ δε έδωκεν τω Ησαυ άρτον και έψεμα φακού, και έφαγεν και έπιεν και αναστάς ώχετο· και εφαύλισεν Ησαυ τα πρωτοτόκια.
Gen 26:1
Εγένετο δε λιμός επί της γής χωρίς του λιμού του πρότερον, ος εγένετο εν τω χρόνω τω Αβρααμ· επορεύθη δε Ισαακ πρός Αβιμελεχ βασιλέα Φυλιστιιμ εις Γεραρα. 2 ώφθη δε αυτώ κύριος και είπεν Μή καταβής εις Αίγυπτον· κατοίκησον δε εν τή γή, ή αν σοι είπω. 3 και παροίκει εν τή γή ταύτῃ, και έσομαι μετά σού και ευλογήσω σε· σοί γαρ και τω σπέρματί σου δώσω πάσαν την γήν ταύτην και στήσω τον όρκον μου, ον ώμοσα Αβρααμ τω πατρί σου. 4 και πληθυνώ το σπέρμα σου ως τους αστέρας του ουρανού και δώσω τω σπέρματί σου πάσαν την γήν ταύτην, και ενευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γής, 5 ανθ’ ων υπήκουσεν Αβρααμ ο πατήρ σου της εμής φωνής και εφύλαξεν τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου και τα δικαιώματά μου και τα νόμιμά μου. 6 και κατώκησεν Ισαακ εν Γεραροις. 7 Επηρώτησαν δε οι άνδρες του τόπου περί Ρεβεκκας της γυναικός αυτού, και είπεν Αδελφή μού εστιν· εφοβήθη γαρ ειπείν ότι Γυνή μού εστιν, μήποτε αποκτείνωσιν αυτόν οι άνδρες του τόπου περί Ρεβεκκας, ότι ωραία τή όψει ήν. 8 εγένετο δε πολυχρόνιος εκεί· παρακύψας δε Αβιμελεχ ο βασιλεύς Γεραρων διά της θυρίδος είδεν τον Ισαακ παίζοντα μετά Ρεβεκκας της γυναικός αυτού. 9 εκάλεσεν δε Αβιμελεχ τον Ισαακ και είπεν αυτώ Άρα γε γυνή σού εστιν· τί ότι είπας Αδελφή μού εστιν; είπεν δε αυτώ Ισαακ Είπα γάρ Μήποτε αποθάνω δι’ αυτήν. 10 είπεν δε αυτώ Αβιμελεχ Τί τούτο εποίησας ημίν; μικρού εκοιμήθη τις του γένους μου μετά της γυναικός σου, και επήγαγες εφ’ ημάς άγνοιαν. 11 συνέταξεν δε Αβιμελεχ παντί τω λαώ αυτού λέγων Πας ο απτόμενος του ανθρώπου τούτου ή της γυναικός αυτού θανάτου ένοχος έσται. 12 Έσπειρεν δε Ισαακ εν τή γή εκείνῃ και εύρεν εν τω ενιαυτώ εκείνω εκατοστεύουσαν κριθήν· ευλόγησεν δε αυτόν κύριος. 13 και υψώθη ο άνθρωπος και προβαίνων μείζων εγίνετο, έως ού μέγας εγένετο σφόδρα· 14 εγένετο δε αυτώ κτήνη προβάτων και κτήνη βοών και γεώργια πολλά. εζήλωσαν δε αυτόν οι Φυλιστιιμ, 15 και πάντα τα φρέατα, α ώρυξαν οι παίδες του πατρός αυτού εν τω χρόνω του πατρός αυτού, ενέφραξαν αυτά οι Φυλιστιιμ και έπλησαν αυτά γής. 16 είπεν δε Αβιμελεχ πρός Ισαακ Άπελθε αφ’ ημών, ότι δυνατώτερος ημών εγένου σφόδρα. 17 και απήλθεν εκείθεν Ισαακ και κατέλυσεν εν τή φάραγγι Γεραρων και κατώκησεν εκεί. 18 και πάλιν Ισαακ ώρυξεν τα φρέατα του ύδατος, α ώρυξαν οι παίδες Αβρααμ του πατρός αυτού και ενέφραξαν αυτά οι Φυλιστιιμ μετά το αποθανείν Αβρααμ τον πατέρα αυτού, και επωνόμασεν αυτοίς ονόματα κατά τα ονόματα, α επωνόμασεν Αβρααμ ο πατήρ αυτού. 19 και ώρυξαν οι παίδες Ισαακ εν τή φάραγγι Γεραρων και εύρον εκεί φρέαρ ύδατος ζώντος. 20 και εμαχέσαντο οι ποιμένες Γεραρων μετά των ποιμένων Ισαακ φάσκοντες αυτών είναι το ύδωρ· και εκάλεσεν το όνομα του φρέατος Αδικία· ηδίκησαν γαρ αυτόν. 21 απάρας δε Ισαακ εκείθεν ώρυξεν φρέαρ έτερον, εκρίνοντο δε και περί εκείνου· και επωνόμασεν το όνομα αυτού Εχθρία. 22 απάρας δε εκείθεν ώρυξεν φρέαρ έτερον, και ουκ εμαχέσαντο περί αυτού· και επωνόμασεν το όνομα αυτού Ευρυχωρία λέγων Διότι νυν επλάτυνεν κύριος ημίν και ηύξησεν ημάς επί της γής. 23 Ανέβη δε εκείθεν επί το φρέαρ του όρκου. 24 και ώφθη αυτώ κύριος εν τή νυκτί εκείνῃ και είπεν Εγώ ειμι ο θεός Αβρααμ του πατρός σου· μή φοβού· μετά σού γάρ ειμι και ηυλόγηκά σε και πληθυνώ το σπέρμα σου διά Αβρααμ τον πατέρα σου. 25 και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον και επεκαλέσατο το όνομα κυρίου και έπηξεν εκεί την σκηνήν αυτού· ώρυξαν δε εκεί οι παίδες Ισαακ φρέαρ. 26 και Αβιμελεχ επορεύθη πρός αυτόν από Γεραρων και Οχοζαθ ο νυμφαγωγός αυτού και Φικολ ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως αυτού. 27 και είπεν αυτοίς Ισαακ Ἵνα τί ήλθατε πρός με; υμείς δε εμισήσατέ με και απεστείλατέ με αφ’ υμών. 28 και είπαν Ιδόντες εωράκαμεν ότι ήν κύριος μετά σού, και είπαμεν Γενέσθω αρά ανά μέσον ημών και ανά μέσον σού, και διαθησόμεθα μετά σού διαθήκην 29 μή ποιήσειν μεθ’ ημών κακόν, καθότι ημείς σε ουκ εβδελυξάμεθα, και ον τρόπον εχρησάμεθά σοι καλώς και εξαπεστείλαμέν σε μετ’ ειρήνης· και νυν συ ευλογητός υπό κυρίου. 30 και εποίησεν αυτοίς δοχήν, και έφαγον και έπιον· 31 και αναστάντες το πρωΐ ώμοσαν άνθρωπος τω πλησίον αυτού, και εξαπέστειλεν αυτούς Ισαακ, και απώχοντο απ’ αυτού μετά σωτηρίας. 32 εγένετο δε εν τή ημέρα εκείνῃ και παραγενόμενοι οι παίδες Ισαακ απήγγειλαν αυτώ περί του φρέατος, ού ώρυξαν, και είπαν Ουχ εύρομεν ύδωρ. 33 και εκάλεσεν αυτό Όρκος· διά τούτο όνομα τή πόλει Φρέαρ όρκου έως της σήμερον ημέρας. 34 Ήν δε Ησαυ ετών τεσσαράκοντα και έλαβεν γυναίκα Ιουδιν την θυγατέρα Βεηρ του Χετταίου και την Βασεμμαθ θυγατέρα Αιλων του Ευαίου. 35 και ήσαν ερίζουσαι τω Ισαακ και τή Ρεβεκκα.
Gen 27:1
Εγένετο δε μετά το γηράσαι Ισαακ και ημβλύνθησαν οι οφθαλμοί αυτού του οράν, και εκάλεσεν Ησαυ τον υιόν αυτού τον πρεσβύτερον και είπεν αυτώ Υιέ μου· και είπεν Ιδού εγώ. 2 και είπεν Ιδού γεγήρακα και ου γινώσκω την ημέραν της τελευτής μου· 3 νυν ουν λαβέ το σκεύός σου, τήν τε φαρέτραν και το τόξον, και έξελθε εις το πεδίον και θήρευσόν μοι θήραν 4 και ποίησόν μοι εδέσματα, ως φιλώ εγώ, και ένεγκέ μοι, ίνα φάγω, όπως ευλογήσῃ σε η ψυχή μου πρίν αποθανείν με. 5 Ρεβεκκα δε ήκουσεν λαλούντος Ισαακ πρός Ησαυ τον υιόν αυτού. επορεύθη δε Ησαυ εις το πεδίον θηρεύσαι θήραν τω πατρί αυτού· 6 Ρεβεκκα δε είπεν πρός Ιακωβ τον υιόν αυτής τον ελάσσω Ιδε εγώ ήκουσα του πατρός σου λαλούντος πρός Ησαυ τον αδελφόν σου λέγοντος 7 Ένεγκόν μοι θήραν και ποίησόν μοι εδέσματα, και φαγών ευλογήσω σε εναντίον κυρίου προ του αποθανείν με. 8 νυν ούν, υιέ, άκουσόν μου, καθά εγώ σοι εντέλλομαι, 9 και πορευθείς εις τα πρόβατα λαβέ μοι εκείθεν δύο ερίφους απαλούς και καλούς, και ποιήσω αυτούς εδέσματα τω πατρί σου, ως φιλεί, 10 και εισοίσεις τω πατρί σου, και φάγεται, όπως ευλογήσῃ σε ο πατήρ σου προ του αποθανείν αυτόν. 11 είπεν δε Ιακωβ πρός Ρεβεκκαν την μητέρα αυτού Έστιν Ησαυ ο αδελφός μου ανήρ δασύς, εγώ δε ανήρ λείος· 12 μήποτε ψηλαφήσῃ με ο πατήρ μου, και έσομαι εναντίον αυτού ως καταφρονών και επάξω επ’ εμαυτόν κατάραν και ουκ ευλογίαν. 13 είπεν δε αυτώ η μήτηρ Επ’ εμέ η κατάρα σου, τέκνον· μόνον υπάκουσον της φωνής μου και πορευθείς ένεγκέ μοι. 14 πορευθείς δε έλαβεν και ήνεγκεν τή μητρί, και εποίησεν η μήτηρ αυτού εδέσματα, καθά εφίλει ο πατήρ αυτού. 15 και λαβούσα Ρεβεκκα την στολήν Ησαυ του υιού αυτής του πρεσβυτέρου την καλήν, η ήν παρ’ αυτή εν τω οίκω, ενέδυσεν Ιακωβ τον υιόν αυτής τον νεώτερον 16 και τα δέρματα των ερίφων περιέθηκεν επί τους βραχίονας αυτού και επί τα γυμνά του τραχήλου αυτού 17 και έδωκεν τα εδέσματα και τους άρτους, ούς εποίησεν, εις τας χείρας Ιακωβ του υιού αυτής. 18 και εισήνεγκεν τω πατρί αυτού. είπεν δέ Πάτερ. ο δε είπεν Ιδού εγώ· τίς εί σύ, τέκνον; 19 και είπεν Ιακωβ τω πατρί αυτού Εγω Ησαυ ο πρωτότοκός σου· εποίησα, καθά ελάλησάς μοι· αναστάς κάθισον και φάγε της θήρας μου, όπως ευλογήσῃ με η ψυχή σου. 20 είπεν δε Ισαακ τω υιώ αυτού Τί τούτο, ο ταχύ εύρες, ω τέκνον; ο δε είπεν Ό παρέδωκεν κύριος ο θεός σου εναντίον μου. 21 είπεν δε Ισαακ τω Ιακωβ Έγγισόν μοι, και ψηλαφήσω σε, τέκνον, ει συ εί ο υιός μου Ησαυ ή ού. 22 ήγγισεν δε Ιακωβ πρός Ισαακ τον πατέρα αυτού, και εψηλάφησεν αυτόν και είπεν Η μεν φωνή φωνή Ιακωβ, αι δε χείρες χείρες Ησαυ. 23 και ουκ επέγνω αυτόν· ήσαν γαρ αι χείρες αυτού ως αι χείρες Ησαυ του αδελφού αυτού δασείαι· και ηυλόγησεν αυτόν. 24 και είπεν Συ εί ο υιός μου Ησαυ; ο δε είπεν Εγώ. 25 και είπεν Προσάγαγέ μοι, και φάγομαι από της θήρας σου, τέκνον, ίνα ευλογήσῃ σε η ψυχή μου. και προσήγαγεν αυτώ, και έφαγεν· και εισήνεγκεν αυτώ οίνον, και έπιεν. 26 και είπεν αυτώ Ισαακ ο πατήρ αυτού Έγγισόν μοι και φίλησόν με, τέκνον. 27 και εγγίσας εφίλησεν αυτόν, και ωσφράνθη την οσμήν των ιματίων αυτού και ηυλόγησεν αυτόν και είπεν Ιδού οσμή του υιού μου ως οσμή αγρού πλήρους, ον ηυλόγησεν κύριος. 28 και δώη σοι ο θεός από της δρόσου του ουρανού και από της πιότητος της γής και πλήθος σίτου και οίνου. 29 και δουλευσάτωσάν σοι έθνη, και προσκυνήσουσίν σοι άρχοντες· και γίνου κύριος του αδελφού σου, και προσκυνήσουσίν σοι οι υιοί του πατρός σου. ο καταρώμενός σε επικατάρατος, ο δε ευλογών σε ευλογημένος. 30 Και εγένετο μετά το παύσασθαι Ισαακ ευλογούντα Ιακωβ τον υιόν αυτού και εγένετο ως εξήλθεν Ιακωβ από προσώπου Ισαακ του πατρός αυτού, και Ησαυ ο αδελφός αυτού ήλθεν από της θήρας. 31 και εποίησεν και αυτός εδέσματα και προσήνεγκεν τω πατρί αυτού και είπεν τω πατρί Αναστήτω ο πατήρ μου και φαγέτω της θήρας του υιού αυτού, όπως ευλογήσῃ με η ψυχή σου. 32 και είπεν αυτώ Ισαακ ο πατήρ αυτού Τίς εί σύ; ο δε είπεν Εγώ ειμι ο υιός σου ο πρωτότοκος Ησαυ. 33 εξέστη δε Ισαακ έκστασιν μεγάλην σφόδρα και είπεν Τίς ουν ο θηρεύσας μοι θήραν και εισενέγκας μοι; και έφαγον από πάντων προ του σε ελθείν και ηυλόγησα αυτόν, και ευλογημένος έστω. 34 εγένετο δε ηνίκα ήκουσεν Ησαυ τα ρήματα Ισαακ του πατρός αυτού, ανεβόησεν φωνήν μεγάλην και πικράν σφόδρα και είπεν Ευλόγησον δή καμέ, πάτερ. 35 είπεν δε αυτώ Ελθών ο αδελφός σου μετά δόλου έλαβεν την ευλογίαν σου. 36 και είπεν Δικαίως εκλήθη το όνομα αυτού Ιακωβ· επτέρνικεν γάρ με ήδη δεύτερον τούτο· τά τε πρωτοτόκιά μου είληφεν και νυν είληφεν την ευλογίαν μου. και είπεν Ησαυ τω πατρί αυτού Ουχ υπελίπω μοι ευλογίαν, πάτερ; 37 αποκριθείς δε Ισαακ είπεν τω Ησαυ Ει κύριον αυτόν εποίησά σου και πάντας τους αδελφούς αυτού εποίησα αυτού οικέτας, σίτω και οίνω εστήρισα αυτόν, σοί δε τί ποιήσω, τέκνον; 38 είπεν δε Ησαυ πρός τον πατέρα αυτού Μή ευλογία μία σοί εστιν, πάτερ; ευλόγησον δή καμέ, πάτερ. κατανυχθέντος δε Ισαακ ανεβόησεν φωνήν Ησαυ και έκλαυσεν. 39 αποκριθείς δε Ισαακ ο πατήρ αυτού είπεν αυτώ Ιδού από της πιότητος της γής έσται η κατοίκησίς σου και από της δρόσου του ουρανού άνωθεν· 40 και επί τή μαχαίρῃ σου ζήσῃ και τω αδελφώ σου δουλεύσεις· έσται δε ηνίκα εάν καθέλῃς, και εκλύσεις τον ζυγόν αυτού από του τραχήλου σου. 41 Και ενεκότει Ησαυ τω Ιακωβ περί της ευλογίας, ής ευλόγησεν αυτόν ο πατήρ αυτού· είπεν δε Ησαυ εν τή διανοία Εγγισάτωσαν αι ημέραι του πένθους του πατρός μου, ίνα αποκτείνω Ιακωβ τον αδελφόν μου. 42 απηγγέλη δε Ρεβεκκα τα ρήματα Ησαυ του υιού αυτής του πρεσβυτέρου, και πέμψασα εκάλεσεν Ιακωβ τον υιόν αυτής τον νεώτερον και είπεν αυτώ Ιδού Ησαυ ο αδελφός σου απειλεί σοι του αποκτείναί σε· 43 νυν ούν, τέκνον, άκουσόν μου της φωνής και αναστάς απόδραθι εις την Μεσοποταμίαν πρός Λαβαν τον αδελφόν μου εις Χαρραν 44 και οίκησον μετ’ αυτού ημέρας τινάς έως του αποστρέψαι τον θυμόν 45 και την οργήν του αδελφού σου από σού και επιλάθηται α πεποίηκας αυτώ, και αποστείλασα μεταπέμψομαί σε εκείθεν, μήποτε ατεκνωθώ από των δύο υμών εν ημέρα μιά. 46 Είπεν δε Ρεβεκκα πρός Ισαακ Προσώχθικα τή ζωή μου διά τας θυγατέρας των υιών Χετ· ει λήμψεται Ιακωβ γυναίκα από των θυγατέρων της γής ταύτης, ίνα τί μοι ζήν;
Gen 28:1
προσκαλεσάμενος δε Ισαακ τον Ιακωβ ευλόγησεν αυτόν και ενετείλατο αυτώ λέγων Ου λήμψῃ γυναίκα εκ των θυγατέρων Χανααν· 2 αναστάς απόδραθι εις την Μεσοποταμίαν εις τον οίκον Βαθουηλ του πατρός της μητρός σου και λαβέ σεαυτώ εκείθεν γυναίκα εκ των θυγατέρων Λαβαν του αδελφού της μητρός σου. 3 ο δε θεός μου ευλογήσαι σε και αυξήσαι σε και πληθύναι σε, και εσῃ εις συναγωγάς εθνών· 4 και δώη σοι την ευλογίαν Αβρααμ του πατρός μου, σοί και τω σπέρματί σου μετά σέ, κληρονομήσαι την γήν της παροικήσεώς σου, ην έδωκεν ο θεός τω Αβρααμ. 5 και απέστειλεν Ισαακ τον Ιακωβ, και επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν πρός Λαβαν τον υιόν Βαθουηλ του Σύρου αδελφόν δε Ρεβεκκας της μητρός Ιακωβ και Ησαυ. 6 Είδεν δε Ησαυ ότι ευλόγησεν Ισαακ τον Ιακωβ και απώχετο εις την Μεσοποταμίαν Συρίας λαβείν εαυτώ εκείθεν γυναίκα εν τω ευλογείν αυτόν και ενετείλατο αυτώ λέγων Ου λήμψῃ γυναίκα από των θυγατέρων Χανααν, 7 και ήκουσεν Ιακωβ του πατρός και της μητρός αυτού και επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν Συρίας, 8 και είδεν Ησαυ ότι πονηραί εισιν αι θυγατέρες Χανααν εναντίον Ισαακ του πατρός αυτού, 9 και επορεύθη Ησαυ πρός Ισμαηλ και έλαβεν την Μαελεθ θυγατέρα Ισμαηλ του υιού Αβρααμ αδελφήν Ναβαιωθ πρός ταις γυναιξίν αυτού γυναίκα. 10 Και εξήλθεν Ιακωβ από του φρέατος του όρκου και επορεύθη εις Χαρραν. 11 και απήντησεν τόπω και εκοιμήθη εκεί· έδυ γαρ ο ήλιος· και έλαβεν από των λίθων του τόπου και έθηκεν πρός κεφαλής αυτού και εκοιμήθη εν τω τόπω εκείνω. 12 και ενυπνιάσθη, και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τή γή, ής η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν, και οι άγγελοι του θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτής. 13 ο δε κύριος επεστήρικτο επ’ αυτής και είπεν Εγω κύριος ο θεός Αβρααμ του πατρός σου και ο θεός Ισαακ· μή φοβού· η γή, εφ’ ής συ καθεύδεις επ’ αυτής, σοί δώσω αυτήν και τω σπέρματί σου. 14 και έσται το σπέρμα σου ως η άμμος της γής και πλατυνθήσεται επί θάλασσαν και επί λίβα και επί βορράν και επ’ ανατολάς, και ενευλογηθήσονται εν σοί πάσαι αι φυλαί της γής και εν τω σπέρματί σου. 15 και ιδού εγώ μετά σού διαφυλάσσων σε εν τή οδώ πάσῃ, ού εάν πορευθής, και αποστρέψω σε εις την γήν ταύτην, ότι ου μή σε εγκαταλίπω έως του ποιήσαί με πάντα, όσα ελάλησά σοι. 16 και εξηγέρθη Ιακωβ από του ύπνου αυτού και είπεν ότι Έστιν κύριος εν τω τόπω τούτω, εγώ δε ουκ ήδειν. 17 και εφοβήθη και είπεν Ως φοβερός ο τόπος ούτος· ουκ έστιν τούτο αλλ’ ή οίκος θεού, και αύτη η πύλη του ουρανού. 18 και ανέστη Ιακωβ το πρωΐ και έλαβεν τον λίθον, ον υπέθηκεν εκεί πρός κεφαλής αυτού, και έστησεν αυτόν στήλην και επέχεεν έλαιον επί το άκρον αυτής. 19 και εκάλεσεν Ιακωβ το όνομα του τόπου εκείνου Οίκος θεού· και Ουλαμλους ήν όνομα τή πόλει το πρότερον. 20 και ηύξατο Ιακωβ ευχήν λέγων Εαν ή κύριος ο θεός μετ’ εμού και διαφυλάξῃ με εν τή οδώ ταύτῃ, ή εγώ πορεύομαι, και δω μοι άρτον φαγείν και ιμάτιον περιβαλέσθαι 21 και αποστρέψῃ με μετά σωτηρίας εις τον οίκον του πατρός μου, και έσται μοι κύριος εις θεόν, 22 και ο λίθος ούτος, ον έστησα στήλην, έσται μοι οίκος θεού, και πάντων, ων εάν μοι δώς, δεκάτην αποδεκατώσω αυτά σοι.
Gen 29:1
Καί εξάρας Ιακωβ τους πόδας επορεύθη εις γήν ανατολών πρός Λαβαν τον υιόν Βαθουηλ του Σύρου αδελφόν δε Ρεβεκκας μητρός Ιακωβ και Ησαυ. 2 και ορά και ιδού φρέαρ εν τω πεδίω, ήσαν δε εκεί τρία ποίμνια προβάτων αναπαυόμενα επ’ αυτού· εκ γαρ του φρέατος εκείνου επότιζον τα ποίμνια, λίθος δε ήν μέγας επί τω στόματι του φρέατος, 3 και συνήγοντο εκεί πάντα τα ποίμνια και απεκύλιον τον λίθον από του στόματος του φρέατος και επότιζον τα πρόβατα και απεκαθίστων τον λίθον επί το στόμα του φρέατος εις τον τόπον αυτού. 4 είπεν δε αυτοίς Ιακωβ Αδελφοί, πόθεν εστέ υμείς; οι δε είπαν Εκ Χαρραν εσμέν. 5 είπεν δε αυτοίς Γινώσκετε Λαβαν τον υιόν Ναχωρ; οι δε είπαν Γινώσκομεν. 6 είπεν δε αυτοίς Υγιαίνει; οι δε είπαν Υγιαίνει. και ιδού Ραχηλ η θυγάτηρ αυτού ήρχετο μετά των προβάτων. 7 και είπεν Ιακωβ Έτι εστίν ημέρα πολλή, ούπω ώρα συναχθήναι τα κτήνη· ποτίσαντες τα πρόβατα απελθόντες βόσκετε. 8 οι δε είπαν Ου δυνησόμεθα έως του συναχθήναι πάντας τους ποιμένας και αποκυλίσωσιν τον λίθον από του στόματος του φρέατος, και ποτιούμεν τα πρόβατα. 9 έτι αυτού λαλούντος αυτοίς και Ραχηλ η θυγάτηρ Λαβαν ήρχετο μετά των προβάτων του πατρός αυτής· αυτή γαρ έβοσκεν τα πρόβατα του πατρός αυτής. 10 εγένετο δε ως είδεν Ιακωβ την Ραχηλ θυγατέρα Λαβαν αδελφού της μητρός αυτού και τα πρόβατα Λαβαν αδελφού της μητρός αυτού, και προσελθών Ιακωβ απεκύλισεν τον λίθον από του στόματος του φρέατος και επότισεν τα πρόβατα Λαβαν του αδελφού της μητρός αυτού. 11 και εφίλησεν Ιακωβ την Ραχηλ και βοήσας τή φωνή αυτού έκλαυσεν. 12 και ανήγγειλεν τή Ραχηλ ότι αδελφός του πατρός αυτής εστιν και ότι υιός Ρεβεκκας εστίν, και δραμούσα απήγγειλεν τω πατρί αυτής κατά τα ρήματα ταύτα. 13 εγένετο δε ως ήκουσεν Λαβαν το όνομα Ιακωβ του υιού της αδελφής αυτού, έδραμεν εις συνάντησιν αυτώ και περιλαβών αυτόν εφίλησεν και εισήγαγεν αυτόν εις τον οίκον αυτού. και διηγήσατο τω Λαβαν πάντας τους λόγους τούτους. 14 και είπεν αυτώ Λαβαν Εκ των οστών μου και εκ της σαρκός μου εί σύ. και ήν μετ’ αυτού μήνα ημερών. 15 Είπεν δε Λαβαν τω Ιακωβ Ότι γαρ αδελφός μου εί, ου δουλεύσεις μοι δωρεάν· απάγγειλόν μοι, τίς ο μισθός σού εστιν. 16 τω δε Λαβαν δύο θυγατέρες, όνομα τή μείζονι Λεια, και όνομα τή νεωτέρα Ραχηλ· 17 οι δε οφθαλμοί Λειας ασθενείς, Ραχηλ δε καλή τω είδει και ωραία τή όψει. 18 ηγάπησεν δε Ιακωβ την Ραχηλ και είπεν Δουλεύσω σοι επτά έτη περί Ραχηλ της θυγατρός σου της νεωτέρας. 19 είπεν δε αυτώ Λαβαν Βέλτιον δούναί με αυτήν σοί ή δούναί με αυτήν ανδρί ετέρω· οίκησον μετ’ εμού. 20 και εδούλευσεν Ιακωβ περί Ραχηλ έτη επτά, και ήσαν εναντίον αυτού ως ημέραι ολίγαι παρά το αγαπάν αυτόν αυτήν. – 21 είπεν δε Ιακωβ πρός Λαβαν Απόδος την γυναίκά μου, πεπλήρωνται γαρ αι ημέραι μου, όπως εισέλθω πρός αυτήν. 22 συνήγαγεν δε Λαβαν πάντας τους άνδρας του τόπου και εποίησεν γάμον. 23 και εγένετο εσπέρα, και λαβών Λαβαν Λειαν την θυγατέρα αυτού εισήγαγεν αυτήν πρός Ιακωβ, και εισήλθεν πρός αυτήν Ιακωβ. 24 έδωκεν δε Λαβαν Λεια τή θυγατρί αυτού Ζελφαν την παιδίσκην αυτού αυτή παιδίσκην. 25 εγένετο δε πρωί, και ιδού ήν Λεια. είπεν δε Ιακωβ τω Λαβαν Τί τούτο εποίησάς μοι; ου περί Ραχηλ εδούλευσα παρά σοί; και ίνα τί παρελογίσω με; 26 είπεν δε Λαβαν Ουκ έστιν ούτως εν τω τόπω ημών, δούναι την νεωτέραν πρίν ή την πρεσβυτέραν· 27 συντέλεσον ουν τα έβδομα ταύτης, και δώσω σοι και ταύτην αντί της εργασίας, ής εργά παρ’ εμοί έτι επτά έτη έτερα. 28 εποίησεν δε Ιακωβ ούτως και ανεπλήρωσεν τα έβδομα ταύτης, και έδωκεν αυτώ Λαβαν Ραχηλ την θυγατέρα αυτού αυτώ γυναίκα. 29 έδωκεν δε Λαβαν Ραχηλ τή θυγατρί αυτού Βαλλαν την παιδίσκην αυτού αυτή παιδίσκην. 30 και εισήλθεν πρός Ραχηλ· ηγάπησεν δε Ραχηλ μάλλον ή Λειαν· και εδούλευσεν αυτώ επτά έτη έτερα. 31 Ιδών δε κύριος ότι μισείται Λεια, ήνοιξεν την μήτραν αυτής· Ραχηλ δε ήν στείρα. 32 και συνέλαβεν Λεια και έτεκεν υιόν τω Ιακωβ· εκάλεσεν δε το όνομα αυτού Ρουβην λέγουσα Διότι είδέν μου κύριος την ταπείνωσιν· νυν με αγαπήσει ο ανήρ μου. 33 και συνέλαβεν πάλιν Λεια και έτεκεν υιόν δεύτερον τω Ιακωβ και είπεν Ότι ήκουσεν κύριος ότι μισούμαι, και προσέδωκέν μοι και τούτον· εκάλεσεν δε το όνομα αυτού Συμεων. 34 και συνέλαβεν έτι και έτεκεν υιόν και είπεν Εν τω νυν καιρώ πρός εμού έσται ο ανήρ μου, έτεκον γαρ αυτώ τρείς υιούς· διά τούτο εκάλεσεν το όνομα αυτού Λευι. 35 και συλλαβούσα έτι έτεκεν υιόν και είπεν Νυν έτι τούτο εξομολογήσομαι κυρίω· διά τούτο εκάλεσεν το όνομα αυτού Ιουδα. και έστη του τίκτειν.
Gen 30:1
Ιδούσα δε Ραχηλ ότι ου τέτοκεν τω Ιακωβ, και εζήλωσεν Ραχηλ την αδελφήν αυτής και είπεν τω Ιακωβ Δός μοι τέκνα· ει δε μή, τελευτήσω εγώ. 2 εθυμώθη δε Ιακωβ τή Ραχηλ και είπεν αυτή Μή αντί θεού εγώ ειμι, ος εστέρησέν σε καρπόν κοιλίας; 3 είπεν δε Ραχηλ τω Ιακωβ Ιδού η παιδίσκη μου Βαλλα· είσελθε πρός αυτήν, και τέξεται επί των γονάτων μου, και τεκνοποιήσομαι καγώ εξ αυτής. 4 και έδωκεν αυτώ Βαλλαν την παιδίσκην αυτής αυτώ γυναίκα· εισήλθεν δε πρός αυτήν Ιακωβ. 5 και συνέλαβεν Βαλλα η παιδίσκη Ραχηλ και έτεκεν τω Ιακωβ υιόν. 6 και είπεν Ραχηλ Έκρινέν μοι ο θεός και επήκουσεν της φωνής μου και έδωκέν μοι υιόν· διά τούτο εκάλεσεν το όνομα αυτού Δαν. 7 και συνέλαβεν έτι Βαλλα η παιδίσκη Ραχηλ και έτεκεν υιόν δεύτερον τω Ιακωβ. 8 και είπεν Ραχηλ Συνελάβετό μοι ο θεός, και συνανεστράφην τή αδελφή μου και ηδυνάσθην· και εκάλεσεν το όνομα αυτού Νεφθαλι. 9 Είδεν δε Λεια ότι έστη του τίκτειν, και έλαβεν Ζελφαν την παιδίσκην αυτής και έδωκεν αυτήν τω Ιακωβ γυναίκα. 10 εισήλθεν δε πρός αυτήν Ιακωβ, και συνέλαβεν Ζελφα η παιδίσκη Λειας και έτεκεν τω Ιακωβ υιόν. 11 και είπεν Λεια Εν τύχῃ· και επωνόμασεν το όνομα αυτού Γαδ. 12 και συνέλαβεν Ζελφα η παιδίσκη Λειας και έτεκεν έτι τω Ιακωβ υιόν δεύτερον. 13 και είπεν Λεια Μακαρία εγώ, ότι μακαρίζουσίν με αι γυναίκες· και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ασηρ. 14 Επορεύθη δε Ρουβην εν ημέραις θερισμού πυρών και εύρεν μήλα μανδραγόρου εν τω αγρώ και ήνεγκεν αυτά πρός Λειαν την μητέρα αυτού. είπεν δε Ραχηλ τή Λεια Δός μοι των μανδραγορών του υιού σου. 15 είπεν δε Λεια Ουχ ικανόν σοι ότι έλαβες τον άνδρα μου; μή και τους μανδραγόρας του υιού μου λήμψῃ; είπεν δε Ραχηλ Ουχ ούτως· κοιμηθήτω μετά σού την νύκτα ταύτην αντί των μανδραγορών του υιού σου. 16 εισήλθεν δε Ιακωβ εξ αγρού εσπέρας, και εξήλθεν Λεια εις συνάντησιν αυτώ και είπεν Πρός με εισελεύσῃ σήμερον· μεμίσθωμαι γάρ σε αντί των μανδραγορών του υιού μου. και εκοιμήθη μετ’ αυτής την νύκτα εκείνην. 17 και επήκουσεν ο θεός Λειας, και συλλαβούσα έτεκεν τω Ιακωβ υιόν πέμπτον. 18 και είπεν Λεια Έδωκεν ο θεός τον μισθόν μου ανθ’ ού έδωκα την παιδίσκην μου τω ανδρί μου· και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ισσαχαρ, ο εστιν Μισθός. 19 και συνέλαβεν έτι Λεια και έτεκεν υιόν έκτον τω Ιακωβ. 20 και είπεν Λεια Δεδώρηταί μοι ο θεός δώρον καλόν· εν τω νυν καιρώ αιρετιεί με ο ανήρ μου, έτεκον γαρ αυτώ υιούς εξ· και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ζαβουλων. 21 και μετά τούτο έτεκεν θυγατέρα και εκάλεσεν το όνομα αυτής Δινα. 22 Εμνήσθη δε ο θεός της Ραχηλ, και επήκουσεν αυτής ο θεός και ανέωξεν αυτής την μήτραν, 23 και συλλαβούσα έτεκεν τω Ιακωβ υιόν. είπεν δε Ραχηλ Αφείλεν ο θεός μου το όνειδος· 24 και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ιωσηφ λέγουσα Προσθέτω ο θεός μοι υιόν έτερον. 25 Εγένετο δε ως έτεκεν Ραχηλ τον Ιωσηφ, είπεν Ιακωβ τω Λαβαν Απόστειλόν με, ίνα απέλθω εις τον τόπον μου και εις την γήν μου. 26 απόδος τας γυναίκάς μου και τα παιδία, περί ων δεδούλευκά σοι, ίνα απέλθω· συ γαρ γινώσκεις την δουλείαν, ην δεδούλευκά σοι. 27 είπεν δε αυτώ Λαβαν Ει εύρον χάριν εναντίον σου, οιωνισάμην αν· ευλόγησεν γάρ με ο θεός τή σή εισόδω. 28 διάστειλον τον μισθόν σου πρός με, και δώσω. 29 είπεν δε αυτώ Ιακωβ Συ γινώσκεις α δεδούλευκά σοι και όσα ήν κτήνη σου μετ’ εμού· 30 μικρά γαρ ήν όσα σοι ήν εναντίον εμού, και ηυξήθη εις πλήθος, και ηυλόγησέν σε κύριος επί τω ποδί μου. νυν ουν πότε ποιήσω καγώ εμαυτώ οίκον; 31 και είπεν αυτώ Λαβαν Τί σοι δώσω; είπεν δε αυτώ Ιακωβ Ου δώσεις μοι ουθέν· εάν ποιήσῃς μοι το ρήμα τούτο, πάλιν ποιμανώ τα πρόβατά σου και φυλάξω. 32 παρελθάτω πάντα τα πρόβατά σου σήμερον, και διαχώρισον εκείθεν παν πρόβατον φαιόν εν τοις αρνάσιν και παν διάλευκον και ραντόν εν ταις αιξίν· έσται μοι μισθός. 33 και επακούσεταί μοι η δικαιοσύνη μου εν τή ημέρα τή αύριον, ότι εστίν ο μισθός μου ενώπιόν σου· πάν, ο εάν μή ή ραντόν και διάλευκον εν ταις αιξίν και φαιόν εν τοις αρνάσιν, κεκλεμμένον έσται παρ’ εμοί. 34 είπεν δε αυτώ Λαβαν Έστω κατά το ρήμά σου. 35 και διέστειλεν εν τή ημέρα εκείνῃ τους τράγους τους ραντούς και τους διαλεύκους και πάσας τας αίγας τας ραντάς και τας διαλεύκους και πάν, ο ήν λευκόν εν αυτοίς, και πάν, ο ήν φαιόν εν τοις αρνάσιν, και έδωκεν διά χειρός των υιών αυτού. 36 και απέστησεν οδόν τριών ημερών ανά μέσον αυτών και ανά μέσον Ιακωβ· Ιακωβ δε εποίμαινεν τα πρόβατα Λαβαν τα υπολειφθέντα. – 37 έλαβεν δε εαυτώ Ιακωβ ράβδον στυρακίνην χλωράν και καρυίνην και πλατάνου, και ελέπισεν αυτάς Ιακωβ λεπίσματα λευκά περισύρων το χλωρόν· εφαίνετο δε επί ταις ράβδοις το λευκόν, ο ελέπισεν, ποικίλον. 38 και παρέθηκεν τας ράβδους, ας ελέπισεν, εν ταις ληνοίς των ποτιστηρίων του ύδατος, ίνα, ως αν έλθωσιν τα πρόβατα πιείν ενώπιον των ράβδων, ελθόντων αυτών εις το πιείν, 39 εγκισσήσωσιν τα πρόβατα εις τας ράβδους· και έτικτον τα πρόβατα διάλευκα και ποικίλα και σποδοειδή ραντά. 40 τους δε αμνούς διέστειλεν Ιακωβ και έστησεν εναντίον των προβάτων κριόν διάλευκον και παν ποικίλον εν τοις αμνοίς· και διεχώρισεν εαυτώ ποίμνια καθ’ εαυτόν και ουκ έμιξεν αυτά εις τα πρόβατα Λαβαν. 41 εγένετο δε εν τω καιρώ, ω ενεκίσσησεν τα πρόβατα εν γαστρί λαμβάνοντα, έθηκεν Ιακωβ τας ράβδους εναντίον των προβάτων εν ταις ληνοίς του εγκισσήσαι αυτά κατά τας ράβδους· 42 ηνίκα δ’ αν έτεκον τα πρόβατα, ουκ ετίθει· εγένετο δε τα άσημα του Λαβαν, τα δε επίσημα του Ιακωβ. 43 και επλούτησεν ο άνθρωπος σφόδρα σφόδρα, και εγένετο αυτώ κτήνη πολλά και βόες και παίδες και παιδίσκαι και κάμηλοι και όνοι.
Gen 31:1
Ήκουσεν δε Ιακωβ τα ρήματα των υιών Λαβαν λεγόντων Είληφεν Ιακωβ πάντα τα του πατρός ημών και εκ των του πατρός ημών πεποίηκεν πάσαν την δόξαν ταύτην. 2 και είδεν Ιακωβ το πρόσωπον του Λαβαν, και ιδού ουκ ήν πρός αυτόν ως εχθές και τρίτην ημέραν. 3 είπεν δε κύριος πρός Ιακωβ Αποστρέφου εις την γήν του πατρός σου και εις την γενεάν σου, και έσομαι μετά σού. 4 αποστείλας δε Ιακωβ εκάλεσεν Ραχηλ και Λειαν εις το πεδίον, ού τα ποίμνια, 5 και είπεν αυταίς Ορω εγώ το πρόσωπον του πατρός υμών ότι ουκ έστιν πρός εμού ως εχθές και τρίτην ημέραν· ο δε θεός του πατρός μου ήν μετ’ εμού. 6 και αυταί δε οίδατε ότι εν πάσῃ τή ισχύι μου δεδούλευκα τω πατρί υμών. 7 ο δε πατήρ υμών παρεκρούσατό με και ήλλαξεν τον μισθόν μου των δέκα αμνών, και ουκ έδωκεν αυτώ ο θεός κακοποιήσαί με. 8 εάν ούτως είπῃ Τα ποικίλα έσται σου μισθός, και τέξεται πάντα τα πρόβατα ποικίλα· εάν δε είπῃ Τα λευκά έσται σου μισθός, και τέξεται πάντα τα πρόβατα λευκά· 9 και αφείλατο ο θεός πάντα τα κτήνη του πατρός υμών και έδωκέν μοι αυτά. 10 και εγένετο ηνίκα ενεκίσσων τα πρόβατα, και είδον τοις οφθαλμοίς αυτά εν τω ύπνω, και ιδού οι τράγοι και οι κριοί αναβαίνοντες ήσαν επί τα πρόβατα και τας αίγας διάλευκοι και ποικίλοι και σποδοειδείς ραντοί. 11 και είπέν μοι ο άγγελος του θεού καθ’ ύπνον Ιακωβ· εγώ δε είπα Τί εστιν; 12 και είπεν Ανάβλεψον τοις οφθαλμοίς σου και ιδέ τους τράγους και τους κριούς αναβαίνοντας επί τα πρόβατα και τας αίγας διαλεύκους και ποικίλους και σποδοειδείς ραντούς· εώρακα γαρ όσα σοι Λαβαν ποιεί. 13 εγώ ειμι ο θεός ο οφθείς σοι εν τόπω θεού, ού ήλειψάς μοι εκεί στήλην και ηύξω μοι εκεί ευχήν· νυν ουν ανάστηθι και έξελθε εκ της γής ταύτης και άπελθε εις την γήν της γενέσεώς σου, και έσομαι μετά σού. 14 και αποκριθείσα Ραχηλ και Λεια είπαν αυτώ Μή έστιν ημίν έτι μερίς ή κληρονομία εν τω οίκω του πατρός ημών; 15 ουχ ως αι αλλότριαι λελογίσμεθα αυτώ; πέπρακεν γαρ ημάς και κατέφαγεν καταβρώσει το αργύριον ημών. 16 πάντα τον πλούτον και την δόξαν, ην αφείλατο ο θεός του πατρός ημών, ημίν έσται και τοις τέκνοις ημών. νυν ουν όσα είρηκέν σοι ο θεός, ποίει. 17 Αναστάς δε Ιακωβ έλαβεν τας γυναίκας αυτού και τα παιδία αυτού επί τας καμήλους 18 και απήγαγεν πάντα τα υπάρχοντα αυτού και πάσαν την αποσκευήν αυτού, ην περιεποιήσατο εν τή Μεσοποταμία, και πάντα τα αυτού απελθείν πρός Ισαακ τον πατέρα αυτού εις γήν Χανααν. 19 Λαβαν δε ώχετο κείραι τα πρόβατα αυτού· έκλεψεν δε Ραχηλ τα είδωλα του πατρός αυτής. 20 έκρυψεν δε Ιακωβ Λαβαν τον Σύρον του μή αναγγείλαι αυτώ ότι αποδιδράσκει, 21 και απέδρα αυτός και πάντα τα αυτού και διέβη τον ποταμόν και ώρμησεν εις το όρος Γαλααδ. 22 ανηγγέλη δε Λαβαν τω Σύρω τή τρίτῃ ημέρα ότι απέδρα Ιακωβ, 23 και παραλαβών πάντας τους αδελφούς αυτού μεθ’ εαυτού εδίωξεν οπίσω αυτού οδόν ημερών επτά και κατέλαβεν αυτόν εν τω όρει τω Γαλααδ. 24 ήλθεν δε ο θεός πρός Λαβαν τον Σύρον καθ’ ύπνον την νύκτα και είπεν αυτώ Φύλαξαι σεαυτόν, μήποτε λαλήσῃς μετά Ιακωβ πονηρά. 25 και κατέλαβεν Λαβαν τον Ιακωβ· Ιακωβ δε έπηξεν την σκηνήν αυτού εν τω όρει· Λαβαν δε έστησεν τους αδελφούς αυτού εν τω όρει Γαλααδ. 26 είπεν δε Λαβαν τω Ιακωβ Τί εποίησας; ίνα τί κρυφή απέδρας και εκλοποφόρησάς με και απήγαγες τας θυγατέρας μου ως αιχμαλώτιδας μαχαίρα; 27 και ει ανήγγειλάς μοι, εξαπέστειλα αν σε μετ’ ευφροσύνης και μετά μουσικών, τυμπάνων και κιθάρας. 28 ουκ ηξιώθην καταφιλήσαι τα παιδία μου και τας θυγατέρας μου. νυν δε αφρόνως έπραξας. 29 και νυν ισχύει η χείρ μου κακοποιήσαί σε· ο δε θεός του πατρός σου εχθές είπεν πρός με λέγων Φύλαξαι σεαυτόν, μήποτε λαλήσῃς μετά Ιακωβ πονηρά. 30 νυν ουν πεπόρευσαι· επιθυμία γαρ επεθύμησας απελθείν εις τον οίκον του πατρός σου· ίνα τί έκλεψας τους θεούς μου; 31 αποκριθείς δε Ιακωβ είπεν τω Λαβαν Είπα γάρ Μήποτε αφέλῃς τας θυγατέρας σου απ’ εμού και πάντα τα εμά· 32 επίγνωθι, τί εστιν των σων παρ’ εμοί, και λαβέ. και ουκ επέγνω παρ’ αυτώ ουθέν. και είπεν αυτώ Ιακωβ Παρ ω εάν εύρῃς τους θεούς σου, ου ζήσεται εναντίον των αδελφών ημών. ουκ ήδει δε Ιακωβ ότι Ραχηλ η γυνή αυτού έκλεψεν αυτούς. 33 εισελθών δε Λαβαν ηρεύνησεν εις τον οίκον Λειας και ουχ εύρεν· και εξελθών εκ του οίκου Λειας ηρεύνησεν τον οίκον Ιακωβ και εν τω οίκω των δύο παιδισκών και ουχ εύρεν. εισήλθεν δε και εις τον οίκον Ραχηλ. 34 Ραχηλ δε έλαβεν τα είδωλα και ενέβαλεν αυτά εις τα σάγματα της καμήλου και επεκάθισεν αυτοίς 35 και είπεν τω πατρί αυτής Μή βαρέως φέρε, κύριε· ου δύναμαι αναστήναι ενώπιόν σου, ότι το κατ’ εθισμόν των γυναικών μοί εστιν. ηρεύνησεν δε Λαβαν εν όλω τω οίκω και ουχ εύρεν τα είδωλα. 36 ωργίσθη δε Ιακωβ και εμαχέσατο τω Λαβαν· αποκριθείς δε Ιακωβ είπεν τω Λαβαν Τί το αδίκημά μου και τί το αμάρτημά μου, ότι κατεδίωξας οπίσω μου 37 και ότι ηρεύνησας πάντα τα σκεύη μου; τί εύρες από πάντων των σκευών του οίκου σου; θες ώδε εναντίον των αδελφών μου και των αδελφών σου, και ελεγξάτωσαν ανά μέσον των δύο ημών. 38 ταύτά μοι είκοσι έτη εγώ ειμι μετά σού· τα πρόβατά σου και αι αίγές σου ουκ ητεκνώθησαν· κριούς των προβάτων σου ου κατέφαγον· 39 θηριάλωτον ουκ ανενήνοχά σοι, εγώ απετίννυον παρ’ εμαυτού κλέμματα ημέρας και κλέμματα νυκτός· 40 εγινόμην της ημέρας συγκαιόμενος τω καύματι και παγετώ της νυκτός, και αφίστατο ο ύπνος από των οφθαλμών μου. 41 ταύτά μοι είκοσι έτη εγώ ειμι εν τή οικία σου· εδούλευσά σοι δέκα τέσσαρα έτη αντί των δύο θυγατέρων σου και εξ έτη εν τοις προβάτοις σου, και παρελογίσω τον μισθόν μου δέκα αμνάσιν. 42 ει μή ο θεός του πατρός μου Αβρααμ και ο φόβος Ισαακ ήν μοι, νυν αν κενόν με εξαπέστειλας· την ταπείνωσίν μου και τον κόπον των χειρών μου είδεν ο θεός και ήλεγξέν σε εχθές. 43 αποκριθείς δε Λαβαν είπεν τω Ιακωβ Αι θυγατέρες θυγατέρες μου, και οι υιοί υιοί μου, και τα κτήνη κτήνη μου, και πάντα, όσα συ οράς, εμά εστιν και των θυγατέρων μου. τί ποιήσω ταύταις σήμερον ή τοις τέκνοις αυτών, οίς έτεκον; 44 νυν ουν δεύρο διαθώμεθα διαθήκην εγώ και σύ, και έσται εις μαρτύριον ανά μέσον εμού και σού. είπεν δε αυτώ Ιδού ουθείς μεθ’ ημών εστιν, ιδέ ο θεός μάρτυς ανά μέσον εμού και σού. 45 λαβών δε Ιακωβ λίθον έστησεν αυτόν στήλην. 46 είπεν δε Ιακωβ τοις αδελφοίς αυτού Συλλέγετε λίθους. και συνέλεξαν λίθους και εποίησαν βουνόν, και έφαγον και έπιον εκεί επί του βουνού. και είπεν αυτώ Λαβαν Ο βουνός ούτος μαρτυρεί ανά μέσον εμού και σού σήμερον. 47 και εκάλεσεν αυτόν Λαβαν Βουνός της μαρτυρίας, Ιακωβ δε εκάλεσεν αυτόν Βουνός μάρτυς. 48 είπεν δε Λαβαν τω Ιακωβ Ιδού ο βουνός ούτος και η στήλη αύτη, ην έστησα ανά μέσον εμού και σού, μαρτυρεί ο βουνός ούτος και μαρτυρεί η στήλη αύτη· διά τούτο εκλήθη το όνομα αυτού Βουνός μαρτυρεί 49 και Η όρασις, ην είπεν Επίδοι ο θεός ανά μέσον εμού και σού, ότι αποστησόμεθα έτερος από του ετέρου. 50 ει ταπεινώσεις τας θυγατέρας μου, ει λήμψῃ γυναίκας επί ταις θυγατράσιν μου, όρα ουθείς μεθ’ ημών εστιν· 52 εάν τε γαρ εγώ μή διαβώ πρός σε μηδέ συ διαβής πρός με τον βουνόν τούτον και την στήλην ταύτην επί κακία, 53 ο θεός Αβρααμ και ο θεός Ναχωρ κρινεί ανά μέσον ημών. και ώμοσεν Ιακωβ κατά του φόβου του πατρός αυτού Ισαακ. 54 και έθυσεν Ιακωβ θυσίαν εν τω όρει και εκάλεσεν τους αδελφούς αυτού, και έφαγον και έπιον και εκοιμήθησαν εν τω όρει.
Gen 32:1
αναστάς δε Λαβαν το πρωΐ κατεφίλησεν τους υιούς αυτού και τας θυγατέρας αυτού και ευλόγησεν αυτούς, και αποστραφείς Λαβαν απήλθεν εις τον τόπον αυτού. 2 Και Ιακωβ απήλθεν εις την εαυτού οδόν. και αναβλέψας είδεν παρεμβολήν θεού παρεμβεβληκυίαν, και συνήντησαν αυτώ οι άγγελοι του θεού. 3 είπεν δε Ιακωβ, ηνίκα είδεν αυτούς Παρεμβολή θεού αύτη· και εκάλεσεν το όνομα του τόπου εκείνου Παρεμβολαί. 4 Απέστειλεν δε Ιακωβ αγγέλους έμπροσθεν αυτού πρός Ησαυ τον αδελφόν αυτού εις γήν Σηιρ εις χώραν Εδωμ 5 και ενετείλατο αυτοίς λέγων Ούτως ερείτε τω κυρίω μου Ησαυ Ούτως λέγει ο παίς σου Ιακωβ Μετά Λαβαν παρώκησα και εχρόνισα έως του νύν, 6 και εγένοντό μοι βόες και όνοι και πρόβατα και παίδες και παιδίσκαι, και απέστειλα αναγγείλαι τω κυρίω μου Ησαυ, ίνα εύρῃ ο παίς σου χάριν εναντίον σου. 7 και ανέστρεψαν οι άγγελοι πρός Ιακωβ λέγοντες Ήλθομεν πρός τον αδελφόν σου Ησαυ, και ιδού αυτός έρχεται εις συνάντησίν σοι και τετρακόσιοι άνδρες μετ’ αυτού. 8 εφοβήθη δε Ιακωβ σφόδρα και ηπορείτο. και διείλεν τον λαόν τον μετ’ αυτού και τους βόας και τα πρόβατα εις δύο παρεμβολάς, 9 και είπεν Ιακωβ Εαν έλθῃ Ησαυ εις παρεμβολήν μίαν και εκκόψῃ αυτήν, έσται η παρεμβολή η δευτέρα εις το σώζεσθαι. 10 είπεν δε Ιακωβ Ο θεός του πατρός μου Αβρααμ και ο θεός του πατρός μου Ισαακ, κύριε ο είπας μοι Απότρεχε εις την γήν της γενέσεώς σου και εύ σε ποιήσω, 11 ικανούταί μοι από πάσης δικαιοσύνης και από πάσης αληθείας, ής εποίησας τω παιδί σου· εν γαρ τή ράβδω μου διέβην τον Ιορδάνην τούτον, νυν δε γέγονα εις δύο παρεμβολάς. 12 εξελού με εκ χειρός του αδελφού μου Ησαυ, ότι φοβούμαι εγώ αυτόν, μήποτε ελθών πατάξῃ με και μητέρα επί τέκνοις. 13 συ δε είπας Καλώς εύ σε ποιήσω και θήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της θαλάσσης, η ουκ αριθμηθήσεται από του πλήθους. 14 και εκοιμήθη εκεί την νύκτα εκείνην. και έλαβεν ων έφερεν δώρα και εξαπέστειλεν Ησαυ τω αδελφώ αυτού, 15 αίγας διακοσίας, τράγους είκοσι, πρόβατα διακόσια, κριούς είκοσι, 16 καμήλους θηλαζούσας και τα παιδία αυτών τριάκοντα, βόας τεσσαράκοντα, ταύρους δέκα, όνους είκοσι και πώλους δέκα. 17 και έδωκεν διά χειρός τοις παισίν αυτού ποίμνιον κατά μόνας. είπεν δε τοις παισίν αυτού Προπορεύεσθε έμπροσθέν μου και διάστημα ποιείτε ανά μέσον ποίμνης και ποίμνης. 18 και ενετείλατο τω πρώτω λέγων Εάν σοι συναντήσῃ Ησαυ ο αδελφός μου και ερωτά σε λέγων Τίνος εί και πού πορεύῃ, και τίνος ταύτα τα προπορευόμενά σου; 19 ερείς Του παιδός σου Ιακωβ· δώρα απέσταλκεν τω κυρίω μου Ησαυ, και ιδού αυτός οπίσω ημών. 20 και ενετείλατο τω πρώτω και τω δευτέρω και τω τρίτω και πάσι τοις προπορευομένοις οπίσω των ποιμνίων τούτων λέγων Κατά το ρήμα τούτο λαλήσατε Ησαυ εν τω ευρείν υμάς αυτόν 21 και ερείτε Ιδού ο παίς σου Ιακωβ παραγίνεται οπίσω ημών. είπεν γάρ Εξιλάσομαι το πρόσωπον αυτού εν τοις δώροις τοις προπορευομένοις αυτού, και μετά τούτο όψομαι το πρόσωπον αυτού· ίσως γαρ προσδέξεται το πρόσωπόν μου. 22 και παρεπορεύοντο τα δώρα κατά πρόσωπον αυτού, αυτός δε εκοιμήθη την νύκτα εκείνην εν τή παρεμβολή. 23 Αναστάς δε την νύκτα εκείνην έλαβεν τας δύο γυναίκας και τας δύο παιδίσκας και τα ένδεκα παιδία αυτού και διέβη την διάβασιν του Ιαβοκ· 24 και έλαβεν αυτούς και διέβη τον χειμάρρουν και διεβίβασεν πάντα τα αυτού. 25 υπελείφθη δε Ιακωβ μόνος, και επάλαιεν άνθρωπος μετ’ αυτού έως πρωί. 26 είδεν δε ότι ου δύναται πρός αυτόν, και ήψατο του πλάτους του μηρού αυτού, και ενάρκησεν το πλάτος του μηρού Ιακωβ εν τω παλαίειν αυτόν μετ’ αυτού. 27 και είπεν αυτώ Απόστειλόν με· ανέβη γαρ ο όρθρος. ο δε είπεν Ου μή σε αποστείλω, εάν μή με ευλογήσῃς. 28 είπεν δε αυτώ Τί το όνομά σού εστιν; ο δε είπεν Ιακωβ. 29 είπεν δε αυτώ Ου κληθήσεται έτι το όνομά σου Ιακωβ, αλλά Ισραηλ έσται το όνομά σου, ότι ενίσχυσας μετά θεού και μετά ανθρώπων δυνατός. 30 ηρώτησεν δε Ιακωβ και είπεν Ανάγγειλόν μοι το όνομά σου. και είπεν Ἵνα τί τούτο ερωτάς το όνομά μου; και ηυλόγησεν αυτόν εκεί. 31 και εκάλεσεν Ιακωβ το όνομα του τόπου εκείνου Είδος θεού· είδον γαρ θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή. 32 ανέτειλεν δε αυτώ ο ήλιος, ηνίκα παρήλθεν το Είδος του θεού· αυτός δε επέσκαζεν τω μηρώ αυτού. 33 ένεκεν τούτου ου μή φάγωσιν οι υιοί Ισραηλ το νεύρον, ο ενάρκησεν, ο εστιν επί του πλάτους του μηρού, έως της ημέρας ταύτης, ότι ήψατο του πλάτους του μηρού Ιακωβ του νεύρου και ενάρκησεν.
Gen 33:1
Αναβλέψας δε Ιακωβ είδεν και ιδού Ησαυ ο αδελφός αυτού ερχόμενος και τετρακόσιοι άνδρες μετ’ αυτού. και επιδιείλεν Ιακωβ τα παιδία επί Λειαν και Ραχηλ και τας δύο παιδίσκας 2 και εποίησεν τας δύο παιδίσκας και τους υιούς αυτών εν πρώτοις και Λειαν και τα παιδία αυτής οπίσω και Ραχηλ και Ιωσηφ εσχάτους. 3 αυτός δε προήλθεν έμπροσθεν αυτών και προσεκύνησεν επί την γήν επτάκις έως του εγγίσαι του αδελφού αυτού. 4 και προσέδραμεν Ησαυ εις συνάντησιν αυτώ και περιλαβών αυτόν εφίλησεν και προσέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού, και έκλαυσαν αμφότεροι. 5 και αναβλέψας είδεν τας γυναίκας και τα παιδία και είπεν Τί ταύτά σοί εστιν; ο δε είπεν Τα παιδία, οίς ηλέησεν ο θεός τον παίδά σου. 6 και προσήγγισαν αι παιδίσκαι και τα τέκνα αυτών και προσεκύνησαν, 7 και προσήγγισεν Λεια και τα τέκνα αυτής και προσεκύνησαν, και μετά ταύτα προσήγγισεν Ραχηλ και Ιωσηφ και προσεκύνησαν. 8 και είπεν Τί ταύτά σοί εστιν, πάσαι αι παρεμβολαί αύται, αίς απήντηκα; ο δε είπεν Ἵνα εύρῃ ο παίς σου χάριν εναντίον σου, κύριε. 9 είπεν δε Ησαυ Έστιν μοι πολλά, άδελφε· έστω σοι τα σά. 10 είπεν δε Ιακωβ Ει εύρηκα χάριν εναντίον σου, δέξαι τα δώρα διά των εμών χειρών· ένεκεν τούτου είδον το πρόσωπόν σου, ως αν τις ίδοι πρόσωπον θεού, και ευδοκήσεις με· 11 λαβέ τας ευλογίας μου, ας ήνεγκά σοι, ότι ηλέησέν με ο θεός και έστιν μοι πάντα. και εβιάσατο αυτόν, και έλαβεν. 12 και είπεν Απάραντες πορευσόμεθα επ’ ευθείαν. 13 είπεν δε αυτώ Ο κύριός μου γινώσκει ότι τα παιδία απαλώτερα και τα πρόβατα και αι βόες λοχεύονται επ’ εμέ· εάν ουν καταδιώξω αυτούς ημέραν μίαν, αποθανούνται πάντα τα κτήνη. 14 προελθέτω ο κύριός μου έμπροσθεν του παιδός, εγώ δε ενισχύσω εν τή οδώ κατά σχολήν της πορεύσεως της εναντίον μου και κατά πόδα των παιδαρίων έως του με ελθείν πρός τον κύριόν μου εις Σηιρ. 15 είπεν δε Ησαυ Καταλείψω μετά σού από του λαού του μετ’ εμού. ο δε είπεν Ἵνα τί τούτο; ικανόν ότι εύρον χάριν εναντίον σου, κύριε. 16 απέστρεψεν δε Ησαυ εν τή ημέρα εκείνῃ εις την οδόν αυτού εις Σηιρ. 17 Και Ιακωβ απαίρει εις Σκηνάς· και εποίησεν εαυτώ εκεί οικίας και τοις κτήνεσιν αυτού εποίησεν σκηνάς· διά τούτο εκάλεσεν το όνομα του τόπου εκείνου Σκηναί. 18 και ήλθεν Ιακωβ εις Σαλημ πόλιν Σικιμων, ή εστιν εν γή Χανααν, ότε ήλθεν εκ της Μεσοποταμίας Συρίας, και παρενέβαλεν κατά πρόσωπον της πόλεως. 19 και εκτήσατο την μερίδα του αγρού, ού έστησεν εκεί την σκηνήν αυτού, παρά Εμμωρ πατρός Συχεμ εκατόν αμνών 20 και έστησεν εκεί θυσιαστήριον και επεκαλέσατο τον θεόν Ισραηλ.
Gen 34:1
Εξήλθεν δε Δινα η θυγάτηρ Λειας, ην έτεκεν τω Ιακωβ, καταμαθείν τας θυγατέρας των εγχωρίων. 2 και είδεν αυτήν Συχεμ ο υιός Εμμωρ ο Χορραίος ο άρχων της γής και λαβών αυτήν εκοιμήθη μετ’ αυτής και εταπείνωσεν αυτήν. 3 και προσέσχεν τή ψυχή Δινας της θυγατρός Ιακωβ και ηγάπησεν την παρθένον και ελάλησεν κατά την διάνοιαν της παρθένου αυτή. 4 είπεν δε Συχεμ πρός Εμμωρ τον πατέρα αυτού λέγων Λαβέ μοι την παιδίσκην ταύτην εις γυναίκα. 5 Ιακωβ δε ήκουσεν ότι εμίανεν ο υιός Εμμωρ Διναν την θυγατέρα αυτού· οι δε υιοί αυτού ήσαν μετά των κτηνών αυτού εν τω πεδίω, παρεσιώπησεν δε Ιακωβ έως του ελθείν αυτούς. 6 εξήλθεν δε Εμμωρ ο πατήρ Συχεμ πρός Ιακωβ λαλήσαι αυτώ. 7 οι δε υιοί Ιακωβ ήλθον εκ του πεδίου· ως δε ήκουσαν, κατενύχθησαν οι άνδρες, και λυπηρόν ήν αυτοίς σφόδρα ότι άσχημον εποίησεν εν Ισραηλ κοιμηθείς μετά της θυγατρός Ιακωβ, και ουχ ούτως έσται. 8 και ελάλησεν Εμμωρ αυτοίς λέγων Συχεμ ο υιός μου προείλατο τή ψυχή την θυγατέρα υμών· δότε ουν αυτήν αυτώ γυναίκα. 9 επιγαμβρεύσασθε ημίν· τας θυγατέρας υμών δότε ημίν και τας θυγατέρας ημών λάβετε τοις υιοίς υμών. 10 και εν ημίν κατοικείτε, και η γή ιδού πλατεία εναντίον υμών· κατοικείτε και εμπορεύεσθε επ’ αυτής και εγκτήσασθε εν αυτή. 11 είπεν δε Συχεμ πρός τον πατέρα αυτής και πρός τους αδελφούς αυτής Εύροιμι χάριν εναντίον υμών, και ο εάν είπητε, δώσομεν. 12 πληθύνατε την φερνήν σφόδρα, και δώσω, καθότι αν είπητέ μοι, και δώσετέ μοι την παίδα ταύτην εις γυναίκα. 13 απεκρίθησαν δε οι υιοί Ιακωβ τω Συχεμ και Εμμωρ τω πατρί αυτού μετά δόλου και ελάλησαν αυτοίς, ότι εμίαναν Διναν την αδελφήν αυτών, 14 και είπαν αυτοίς Συμεων και Λευι οι αδελφοί Δινας υιοί δε Λειας Ου δυνησόμεθα ποιήσαι το ρήμα τούτο, δούναι την αδελφήν ημών ανθρώπω, ος έχει ακροβυστίαν· έστιν γαρ όνειδος ημίν. 15 εν τούτω ομοιωθησόμεθα υμίν και κατοικήσομεν εν υμίν, εάν γένησθε ως ημείς και υμείς εν τω περιτμηθήναι υμών παν αρσενικόν, 16 και δώσομεν τας θυγατέρας ημών υμίν και από των θυγατέρων υμών λημψόμεθα ημίν γυναίκας και οικήσομεν παρ’ υμίν και εσόμεθα ως γένος εν. 17 εάν δε μή εισακούσητε ημών του περιτέμνεσθαι, λαβόντες τας θυγατέρας ημών απελευσόμεθα. 18 και ήρεσαν οι λόγοι εναντίον Εμμωρ και εναντίον Συχεμ του υιού Εμμωρ. 19 και ουκ εχρόνισεν ο νεανίσκος του ποιήσαι το ρήμα τούτο· ενέκειτο γαρ τή θυγατρί Ιακωβ· αυτός δε ήν ενδοξότατος πάντων των εν τω οίκω του πατρός αυτού. 20 ήλθεν δε Εμμωρ και Συχεμ ο υιός αυτού πρός την πύλην της πόλεως αυτών και ελάλησαν πρός τους άνδρας της πόλεως αυτών λέγοντες 21 Οι άνθρωποι ούτοι ειρηνικοί εισιν μεθ’ ημών· οικείτωσαν επί της γής και εμπορευέσθωσαν αυτήν, η δε γή ιδού πλατεία εναντίον αυτών. τας θυγατέρας αυτών λημψόμεθα ημίν γυναίκας και τας θυγατέρας ημών δώσομεν αυτοίς. 22 μόνον εν τούτω ομοιωθήσονται ημίν οι άνθρωποι του κατοικείν μεθ’ ημών ώστε είναι λαόν ένα, εν τω περιτέμνεσθαι ημών παν αρσενικόν, καθά και αυτοί περιτέτμηνται. 23 και τα κτήνη αυτών και τα υπάρχοντα αυτών και τα τετράποδα ουχ ημών έσται; μόνον εν τούτω ομοιωθώμεν αυτοίς, και οικήσουσιν μεθ’ ημών. 24 και εισήκουσαν Εμμωρ και Συχεμ του υιού αυτού πάντες οι εκπορευόμενοι την πύλην της πόλεως αυτών και περιετέμοντο την σάρκα της ακροβυστίας αυτών, πας άρσην. 25 εγένετο δε εν τή ημέρα τή τρίτῃ, ότε ήσαν εν τω πόνω, έλαβον οι δύο υιοί Ιακωβ Συμεων και Λευι οι αδελφοί Δινας έκαστος την μάχαιραν αυτού και εισήλθον εις την πόλιν ασφαλώς και απέκτειναν παν αρσενικόν· 26 τόν τε Εμμωρ και Συχεμ τον υιόν αυτού απέκτειναν εν στόματι μαχαίρας και έλαβον την Διναν εκ του οίκου του Συχεμ και εξήλθον. 27 οι δε υιοί Ιακωβ εισήλθον επί τους τραυματίας και διήρπασαν την πόλιν, εν ή εμίαναν Διναν την αδελφήν αυτών, 28 και τα πρόβατα αυτών και τους βόας αυτών και τους όνους αυτών, όσα τε ήν εν τή πόλει και όσα ήν εν τω πεδίω, έλαβον. 29 και πάντα τα σώματα αυτών και πάσαν την αποσκευήν αυτών και τας γυναίκας αυτών ηχμαλώτευσαν, και διήρπασαν όσα τε ήν εν τή πόλει και όσα ήν εν ταις οικίαις. 30 είπεν δε Ιακωβ Συμεων και Λευι Μισητόν με πεποιήκατε ώστε πονηρόν με είναι πάσιν τοις κατοικούσιν την γήν, εν τε τοις Χαναναίοις και τοις Φερεζαίοις· εγώ δε ολιγοστός ειμι εν αριθμώ, και συναχθέντες επ’ εμέ συγκόψουσίν με, και εκτριβήσομαι εγώ και ο οίκός μου. 31 οι δε είπαν Αλλ’ ωσεί πόρνῃ χρήσωνται τή αδελφή ημών;
Gen 35:1
Είπεν δε ο θεός πρός Ιακωβ Αναστάς ανάβηθι εις τον τόπον Βαιθηλ και οίκει εκεί και ποίησον εκεί θυσιαστήριον τω θεώ τω οφθέντι σοι εν τω αποδιδράσκειν σε από προσώπου Ησαυ του αδελφού σου. 2 είπεν δε Ιακωβ τω οίκω αυτού και πάσιν τοις μετ’ αυτού Άρατε τους θεούς τους αλλοτρίους τους μεθ’ υμών εκ μέσου υμών και καθαρίσασθε και αλλάξατε τας στολάς υμών, 3 και αναστάντες αναβώμεν εις Βαιθηλ και ποιήσωμεν εκεί θυσιαστήριον τω θεώ τω επακούσαντί μοι εν ημέρα θλίψεως, ος ήν μετ’ εμού και διέσωσέν με εν τή οδώ, ή επορεύθην. 4 και έδωκαν τω Ιακωβ τους θεούς τους αλλοτρίους, οί ήσαν εν ταις χερσίν αυτών, και τα ενώτια τα εν τοις ωσίν αυτών, και κατέκρυψεν αυτά Ιακωβ υπό την τερέμινθον την εν Σικιμοις και απώλεσεν αυτά έως της σήμερον ημέρας. 5 και εξήρεν Ισραηλ εκ Σικιμων, και εγένετο φόβος θεού επί τας πόλεις τας κύκλω αυτών, και ου κατεδίωξαν οπίσω των υιών Ισραηλ. 6 ήλθεν δε Ιακωβ εις Λουζα, ή εστιν εν γή Χανααν, ή εστιν Βαιθηλ, αυτός και πας ο λαός, ος ήν μετ’ αυτού. 7 και ωκοδόμησεν εκεί θυσιαστήριον και εκάλεσεν το όνομα του τόπου Βαιθηλ· εκεί γαρ επεφάνη αυτώ ο θεός εν τω αποδιδράσκειν αυτόν από προσώπου Ησαυ του αδελφού αυτού. 8 απέθανεν δε Δεββωρα η τροφός Ρεβεκκας κατώτερον Βαιθηλ υπό την βάλανον, και εκάλεσεν Ιακωβ το όνομα αυτής Βάλανος πένθους. 9 Ώφθη δε ο θεός Ιακωβ έτι εν Λουζα, ότε παρεγένετο εκ Μεσοποταμίας της Συρίας, και ηυλόγησεν αυτόν ο θεός. 10 και είπεν αυτώ ο θεός Το όνομά σου Ιακωβ· ου κληθήσεται έτι Ιακωβ, αλλ’ Ισραηλ έσται το όνομά σου. 11 είπεν δε αυτώ ο θεός Εγω ο θεός σου· αυξάνου και πληθύνου· έθνη και συναγωγαί εθνών έσονται εκ σού, και βασιλείς εκ της οσφύος σου εξελεύσονται. 12 και την γήν, ην δέδωκα Αβρααμ και Ισαακ, σοί δέδωκα αυτήν· σοί έσται, και τω σπέρματί σου μετά σε δώσω την γήν ταύτην. 13 ανέβη δε ο θεός απ’ αυτού εκ του τόπου, ού ελάλησεν μετ’ αυτού. 14 και έστησεν Ιακωβ στήλην εν τω τόπω, ω ελάλησεν μετ’ αυτού, στήλην λιθίνην, και έσπεισεν επ’ αυτήν σπονδήν και επέχεεν επ’ αυτήν έλαιον. 15 και εκάλεσεν Ιακωβ το όνομα του τόπου, εν ω ελάλησεν μετ’ αυτού εκεί ο θεός, Βαιθηλ. 16 Απάρας δε Ιακωβ εκ Βαιθηλ έπηξεν την σκηνήν αυτού επέκεινα του πύργου Γαδερ. εγένετο δε ηνίκα ήγγισεν χαβραθα εις γήν ελθείν Εφραθα, έτεκεν Ραχηλ και εδυστόκησεν εν τω τοκετώ. 17 εγένετο δε εν τω σκληρώς αυτήν τίκτειν είπεν αυτή η μαία Θάρσει, και γαρ ούτός σοί εστιν υιός. 18 εγένετο δε εν τω αφιέναι αυτήν την ψυχήν – απέθνῃσκεν γάρ – εκάλεσεν το όνομα αυτού Υιός οδύνης μου· ο δε πατήρ εκάλεσεν αυτόν Βενιαμιν. 19 απέθανεν δε Ραχηλ και ετάφη εν τή οδώ Εφραθα [αύτη εστίν Βηθλεεμ]. 20 και έστησεν Ιακωβ στήλην επί του μνημείου αυτής· αύτη εστίν στήλη μνημείου Ραχηλ έως της σήμερον ημέρας. 22 Εγένετο δε ηνίκα κατώκησεν Ισραηλ εν τή γή εκείνῃ, επορεύθη Ρουβην και εκοιμήθη μετά Βαλλας της παλλακής του πατρός αυτού· και ήκουσεν Ισραηλ, και πονηρόν εφάνη εναντίον αυτού. Ήσαν δε οι υιοί Ιακωβ δώδεκα. 23 υιοί Λειας· πρωτότοκος Ιακωβ Ρουβην, Συμεων, Λευι, Ιουδας, Ισσαχαρ, Ζαβουλων. 24 υιοί δε Ραχηλ· Ιωσηφ και Βενιαμιν. 25 υιοί δε Βαλλας παιδίσκης Ραχηλ· Δαν και Νεφθαλι. 26 υιοί δε Ζελφας παιδίσκης Λειας· Γαδ και Ασηρ. ούτοι υιοί Ιακωβ, οί εγένοντο αυτώ εν Μεσοποταμία της Συρίας 27 Ήλθεν δε Ιακωβ πρός Ισαακ τον πατέρα αυτού εις Μαμβρη εις πόλιν του πεδίου [αύτη εστίν Χεβρων] εν γή Χανααν, ού παρώκησεν Αβρααμ και Ισαακ. 28 εγένοντο δε αι ημέραι Ισαακ, ας έζησεν, έτη εκατόν ογδοήκοντα· 29 και εκλιπών απέθανεν και προσετέθη πρός το γένος αυτού πρεσβύτερος και πλήρης ημερών, και έθαψαν αυτόν Ησαυ και Ιακωβ οι υιοί αυτού.
Gen 36:1
Αύται δε αι γενέσεις Ησαυ [αυτός εστιν Εδωμ]· 2 Ησαυ δε έλαβεν γυναίκας εαυτώ από των θυγατέρων των Χαναναίων, την Αδα θυγατέρα Αιλων του Χετταίου και την Ελιβεμα θυγατέρα Ανα του υιού Σεβεγων του Ευαίου 3 και την Βασεμμαθ θυγατέρα Ισμαηλ αδελφήν Ναβαιωθ. 4 έτεκεν δε Αδα τω Ησαυ τον Ελιφας, και Βασεμμαθ έτεκεν τον Ραγουηλ, 5 και Ελιβεμα έτεκεν τον Ιεους και τον Ιεγλομ και τον Κορε· ούτοι υιοί Ησαυ, οί εγένοντο αυτώ εν γή Χανααν. 6 έλαβεν δε Ησαυ τας γυναίκας αυτού και τους υιούς και τας θυγατέρας και πάντα τα σώματα του οίκου αυτού και πάντα τα υπάρχοντα και πάντα τα κτήνη και πάντα, όσα εκτήσατο και όσα περιεποιήσατο εν γή Χανααν, και επορεύθη εκ γής Χανααν από προσώπου Ιακωβ του αδελφού αυτού· 7 ήν γαρ αυτών τα υπάρχοντα πολλά του οικείν άμα, και ουκ εδύνατο η γή της παροικήσεως αυτών φέρειν αυτούς από του πλήθους των υπαρχόντων αυτών. 8 ώκησεν δε Ησαυ εν τω όρει Σηιρ [Ησαυ αυτός εστιν Εδωμ]. 9 Αύται δε αι γενέσεις Ησαυ πατρός Εδωμ εν τω όρει Σηιρ, 10 και ταύτα τα ονόματα των υιών Ησαυ· Ελιφας υιός Αδας γυναικός Ησαυ και Ραγουηλ υιός Βασεμμαθ γυναικός Ησαυ. 11 εγένοντο δε υιοί Ελιφας· Θαιμαν, Ωμαρ, Σωφαρ, Γοθομ και Κενεζ· 12 Θαμνα δε ήν παλλακή Ελιφας του υιού Ησαυ και έτεκεν τω Ελιφας τον Αμαληκ· ούτοι υιοί Αδας γυναικός Ησαυ. 13 ούτοι δε υιοί Ραγουηλ· Ναχοθ, Ζαρε, Σομε και Μοζε· ούτοι ήσαν υιοί Βασεμμαθ γυναικός Ησαυ. 14 ούτοι δε ήσαν υιοί Ελιβεμας θυγατρός Ανα του υιού Σεβεγων, γυναικός Ησαυ· έτεκεν δε τω Ησαυ τον Ιεους και τον Ιεγλομ και τον Κορε. – 15 ούτοι ηγεμόνες υιοί Ησαυ· υιοί Ελιφας πρωτοτόκου Ησαυ· ηγεμών Θαιμαν, ηγεμών Ωμαρ, ηγεμών Σωφαρ, ηγεμών Κενεζ, 16 ηγεμών Κορε, ηγεμών Γοθομ, ηγεμών Αμαληκ· ούτοι ηγεμόνες Ελιφας εν γή Ιδουμαία· ούτοι υιοί Αδας. 17 και ούτοι υιοί Ραγουηλ υιού Ησαυ· ηγεμών Ναχοθ, ηγεμών Ζαρε, ηγεμών Σομε, ηγεμών Μοζε· ούτοι ηγεμόνες Ραγουηλ εν γή Εδωμ· ούτοι υιοί Βασεμμαθ γυναικός Ησαυ. 18 ούτοι δε υιοί Ελιβεμας γυναικός Ησαυ· ηγεμών Ιεους, ηγεμών Ιεγλομ, ηγεμών Κορε· ούτοι ηγεμόνες Ελιβεμας. – 19 ούτοι υιοί Ησαυ, και ούτοι ηγεμόνες αυτών. ούτοί εισιν υιοί Εδωμ. 20 Ούτοι δε υιοί Σηιρ του Χορραίου του κατοικούντος την γήν· Λωταν, Σωβαλ, Σεβεγων, Ανα 21 και Δησων και Ασαρ και Ρισων· ούτοι ηγεμόνες του Χορραίου του υιού Σηιρ εν τή γή Εδωμ. 22 εγένοντο δε υιοί Λωταν· Χορρι και Αιμαν· αδελφή δε Λωταν Θαμνα. 23 ούτοι δε υιοί Σωβαλ· Γωλων και Μαναχαθ και Γαιβηλ, Σωφ και Ωμαν. 24 και ούτοι υιοί Σεβεγων· Αιε και Ωναν· ούτός εστιν ο Ωνας, ος εύρεν τον Ιαμιν εν τή ερήμω, ότε ένεμεν τα υποζύγια Σεβεγων του πατρός αυτού. 25 ούτοι δε υιοί Ανα· Δησων· και Ελιβεμα θυγάτηρ Ανα. 26 ούτοι δε υιοί Δησων· Αμαδα και Ασβαν και Ιεθραν και Χαρραν. 27 ούτοι δε υιοί Ασαρ· Βαλααν και Ζουκαμ και Ιωυκαμ και Ουκαν. 28 ούτοι δε υιοί Ρισων· Ως και Αραμ. – 29 ούτοι ηγεμόνες Χορρι· ηγεμών Λωταν, ηγεμών Σωβαλ, ηγεμών Σεβεγων, ηγεμών Ανα, 30 ηγεμών Δησων, ηγεμών Ασαρ, ηγεμών Ρισων. ούτοι ηγεμόνες Χορρι εν ταις ηγεμονίαις αυτών εν γή Εδωμ. 31 Και ούτοι οι βασιλείς οι βασιλεύσαντες εν Εδωμ προ του βασιλεύσαι βασιλέα εν Ισραηλ. 32 και εβασίλευσεν εν Εδωμ Βαλακ υιός του Βεωρ, και όνομα τή πόλει αυτού Δενναβα. 33 απέθανεν δε Βαλακ, και εβασίλευσεν αντ αυτού Ιωβαβ υιός Ζαρα εκ Βοσορρας. 34 απέθανεν δε Ιωβαβ, και εβασίλευσεν αντ αυτού Ασομ εκ της γής Θαιμανων. 35 απέθανεν δε Ασομ, και εβασίλευσεν αντ αυτού Αδαδ υιός Βαραδ ο εκκόψας Μαδιαμ εν τω πεδίω Μωαβ, και όνομα τή πόλει αυτού Γεθθαιμ. 36 απέθανεν δε Αδαδ, και εβασίλευσεν αντ αυτού Σαμαλα εκ Μασεκκας. 37 απέθανεν δε Σαμαλα, και εβασίλευσεν αντ αυτού Σαουλ εκ Ροωβωθ της παρά ποταμόν. 38 απέθανεν δε Σαουλ, και εβασίλευσεν αντ αυτού Βαλαεννων υιός Αχοβωρ. 39 απέθανεν δε Βαλαεννων υιός Αχοβωρ, και εβασίλευσεν αντ αυτού Αραδ υιός Βαραδ, και όνομα τή πόλει αυτού Φογωρ, όνομα δε τή γυναικί αυτού Μαιτεβεηλ θυγάτηρ Ματραιθ υιού Μαιζοοβ. 40 Ταύτα τα ονόματα των ηγεμόνων Ησαυ εν ταις φυλαίς αυτών κατά τόπον αυτών, εν ταις χώραις αυτών και εν τοις έθνεσιν αυτών· ηγεμών Θαμνα, ηγεμών Γωλα, ηγεμών Ιεθερ, 41 ηγεμών Ελιβεμας, ηγεμών Ηλας, ηγεμών Φινων, 42 ηγεμών Κενεζ, ηγεμών Θαιμαν, ηγεμών Μαζαρ, 43 ηγεμών Μεγεδιηλ, ηγεμών Ζαφωιμ. ούτοι ηγεμόνες Εδωμ εν ταις κατωκοδομημέναις εν τή γή της κτήσεως αυτών. Ούτος Ησαυ πατήρ Εδωμ.
Gen 37:1
Κατώκει δε Ιακωβ εν τή γή, ού παρώκησεν ο πατήρ αυτού, εν γή Χανααν. 2 αύται δε αι γενέσεις Ιακωβ· Ιωσηφ δέκα επτά ετών ήν ποιμαίνων μετά των αδελφών αυτού τα πρόβατα ων νέος, μετά των υιών Βαλλας και μετά των υιών Ζελφας των γυναικών του πατρός αυτού· κατήνεγκεν δε Ιωσηφ ψόγον πονηρόν πρός Ισραηλ τον πατέρα αυτών. 3 Ιακωβ δε ηγάπα τον Ιωσηφ παρά πάντας τους υιούς αυτού, ότι υιός γήρους ήν αυτώ· εποίησεν δε αυτώ χιτώνα ποικίλον. 4 ιδόντες δε οι αδελφοί αυτού ότι αυτόν ο πατήρ φιλεί εκ πάντων των υιών αυτού, εμίσησαν αυτόν και ουκ εδύναντο λαλείν αυτώ ουδέν ειρηνικόν. 5 Ενυπνιασθείς δε Ιωσηφ ενύπνιον απήγγειλεν αυτό τοις αδελφοίς αυτού 6 και είπεν αυτοίς Ακούσατε του ενυπνίου τούτου, ού ενυπνιάσθην· 7 ώμην ημάς δεσμεύειν δράγματα εν μέσω τω πεδίω, και ανέστη το εμόν δράγμα και ωρθώθη, περιστραφέντα δε τα δράγματα υμών προσεκύνησαν το εμόν δράγμα. 8 είπαν δε αυτώ οι αδελφοί Μή βασιλεύων βασιλεύσεις εφ’ ημάς ή κυριεύων κυριεύσεις ημών; και προσέθεντο έτι μισείν αυτόν ένεκεν των ενυπνίων αυτού και ένεκεν των ρημάτων αυτού. – 9 είδεν δε ενύπνιον έτερον και διηγήσατο αυτό τω πατρί αυτού και τοις αδελφοίς αυτού και είπεν Ιδού ενυπνιασάμην ενύπνιον έτερον, ώσπερ ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες προσεκύνουν με. 10 και επετίμησεν αυτώ ο πατήρ αυτού και είπεν αυτώ Τί το ενύπνιον τούτο, ο ενυπνιάσθης; αρά γε ελθόντες ελευσόμεθα εγώ τε και η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου προσκυνήσαί σοι επί την γήν; 11 εζήλωσαν δε αυτόν οι αδελφοί αυτού, ο δε πατήρ αυτού διετήρησεν το ρήμα. 12 Επορεύθησαν δε οι αδελφοί αυτού βόσκειν τα πρόβατα του πατρός αυτών εις Συχεμ. 13 και είπεν Ισραηλ πρός Ιωσηφ Ουχ οι αδελφοί σου ποιμαίνουσιν εν Συχεμ; δεύρο αποστείλω σε πρός αυτούς. είπεν δε αυτώ Ιδού εγώ. 14 είπεν δε αυτώ Ισραηλ Πορευθείς ιδέ ει υγιαίνουσιν οι αδελφοί σου και τα πρόβατα, και ανάγγειλόν μοι. και απέστειλεν αυτόν εκ της κοιλάδος της Χεβρων, και ήλθεν εις Συχεμ. 15 και εύρεν αυτόν άνθρωπος πλανώμενον εν τω πεδίω· ηρώτησεν δε αυτόν ο άνθρωπος λέγων Τί ζητείς; 16 ο δε είπεν Τους αδελφούς μου ζητώ· ανάγγειλόν μοι, πού βόσκουσιν. 17 είπεν δε αυτώ ο άνθρωπος Απήρκασιν εντεύθεν· ήκουσα γαρ αυτών λεγόντων Πορευθώμεν εις Δωθαιμ. και επορεύθη Ιωσηφ κατόπισθεν των αδελφών αυτού και εύρεν αυτούς εν Δωθαιμ. 18 προείδον δε αυτόν μακρόθεν προ του εγγίσαι αυτόν πρός αυτούς και επονηρεύοντο του αποκτείναι αυτόν. 19 είπαν δε έκαστος πρός τον αδελφόν αυτού Ιδού ο ενυπνιαστής εκείνος έρχεται· 20 νυν ουν δεύτε αποκτείνωμεν αυτόν και ρίψωμεν αυτόν εις ένα των λάκκων και ερούμεν Θηρίον πονηρόν κατέφαγεν αυτόν· και οψόμεθα, τί έσται τα ενύπνια αυτού. 21 ακούσας δε Ρουβην εξείλατο αυτόν εκ των χειρών αυτών και είπεν Ου πατάξομεν αυτόν εις ψυχήν. 22 είπεν δε αυτοίς Ρουβην Μή εκχέητε αίμα· εμβάλετε αυτόν εις τον λάκκον τούτον τον εν τή ερήμω, χείρα δε μή επενέγκητε αυτώ· όπως εξέληται αυτόν εκ των χειρών αυτών και αποδώ αυτόν τω πατρί αυτού. 23 εγένετο δε ηνίκα ήλθεν Ιωσηφ πρός τους αδελφούς αυτού, εξέδυσαν τον Ιωσηφ τον χιτώνα τον ποικίλον τον περί αυτόν 24 και λαβόντες αυτόν έρριψαν εις τον λάκκον· ο δε λάκκος κενός, ύδωρ ουκ είχεν. 25 Εκάθισαν δε φαγείν άρτον και αναβλέψαντες τοις οφθαλμοίς είδον, και ιδού οδοιπόροι Ισμαηλίται ήρχοντο εκ Γαλααδ, και αι κάμηλοι αυτών έγεμον θυμιαμάτων και ρητίνης και στακτής· επορεύοντο δε καταγαγείν εις Αίγυπτον. 26 είπεν δε Ιουδας πρός τους αδελφούς αυτού Τί χρήσιμον, εάν αποκτείνωμεν τον αδελφόν ημών και κρύψωμεν το αίμα αυτού; 27 δεύτε αποδώμεθα αυτόν τοις Ισμαηλίταις τούτοις, αι δε χείρες ημών μή έστωσαν επ’ αυτόν, ότι αδελφός ημών και σάρξ ημών εστιν. ήκουσαν δε οι αδελφοί αυτού. 28 και παρεπορεύοντο οι άνθρωποι οι Μαδιηναίοι οι έμποροι, και εξείλκυσαν και ανεβίβασαν τον Ιωσηφ εκ του λάκκου και απέδοντο τον Ιωσηφ τοις Ισμαηλίταις είκοσι χρυσών, και κατήγαγον τον Ιωσηφ εις Αίγυπτον. 29 ανέστρεψεν δε Ρουβην επί τον λάκκον και ουχ ορά τον Ιωσηφ εν τω λάκκω και διέρρηξεν τα ιμάτια αυτού. 30 και ανέστρεψεν πρός τους αδελφούς αυτού και είπεν Το παιδάριον ουκ έστιν· εγώ δε πού πορεύομαι έτι; 31 Λαβόντες δε τον χιτώνα του Ιωσηφ έσφαξαν έριφον αιγών και εμόλυναν τον χιτώνα τω αίματι. 32 και απέστειλαν τον χιτώνα τον ποικίλον και εισήνεγκαν τω πατρί αυτών και είπαν Τούτον εύρομεν· επίγνωθι ει χιτών του υιού σού εστιν ή ού. 33 και επέγνω αυτόν και είπεν Χιτών του υιού μού εστιν· θηρίον πονηρόν κατέφαγεν αυτόν, θηρίον ήρπασεν τον Ιωσηφ. 34 διέρρηξεν δε Ιακωβ τα ιμάτια αυτού και επέθετο σάκκον επί την οσφύν αυτού και επένθει τον υιόν αυτού ημέρας πολλάς. 35 συνήχθησαν δε πάντες οι υιοί αυτού και αι θυγατέρες και ήλθον παρακαλέσαι αυτόν, και ουκ ήθελεν παρακαλείσθαι λέγων ότι Καταβήσομαι πρός τον υιόν μου πενθών εις άδου. και έκλαυσεν αυτόν ο πατήρ αυτού. – 36 οι δε Μαδιηναίοι απέδοντο τον Ιωσηφ εις Αίγυπτον τω Πετεφρη τω σπάδοντι Φαραω, αρχιμαγείρω.
Gen 38:1
Εγένετο δε εν τω καιρώ εκείνω κατέβη Ιουδας από των αδελφών αυτού και αφίκετο έως πρός άνθρωπόν τινα Οδολλαμίτην, ω όνομα Ιρας. 2 και είδεν εκεί Ιουδας θυγατέρα ανθρώπου Χαναναίου, ή όνομα Σαυα, και έλαβεν αυτήν και εισήλθεν πρός αυτήν. 3 και συλλαβούσα έτεκεν υιόν και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ηρ. 4 και συλλαβούσα έτι έτεκεν υιόν και εκάλεσεν το όνομα αυτού Αυναν. 5 και προσθείσα έτι έτεκεν υιόν και εκάλεσεν το όνομα αυτού Σηλωμ. αυτή δε ήν εν Χασβι, ηνίκα έτεκεν αυτούς. 6 και έλαβεν Ιουδας γυναίκα Ηρ τω πρωτοτόκω αυτού, ή όνομα Θαμαρ. 7 εγένετο δε Ηρ πρωτότοκος Ιουδα πονηρός εναντίον κυρίου, και απέκτεινεν αυτόν ο θεός. 8 είπεν δε Ιουδας τω Αυναν Είσελθε πρός την γυναίκα του αδελφού σου και γάμβρευσαι αυτήν και ανάστησον σπέρμα τω αδελφώ σου. 9 γνούς δε Αυναν ότι ουκ αυτώ έσται το σπέρμα, εγίνετο όταν εισήρχετο πρός την γυναίκα του αδελφού αυτού, εξέχεεν επί την γήν του μή δούναι σπέρμα τω αδελφώ αυτού. 10 πονηρόν δε εφάνη εναντίον του θεού ότι εποίησεν τούτο, και εθανάτωσεν και τούτον. 11 είπεν δε Ιουδας Θαμαρ τή νύμφῃ αυτού Κάθου χήρα εν τω οίκω του πατρός σου, έως μέγας γένηται Σηλωμ ο υιός μου· είπεν γάρ Μήποτε αποθάνῃ και ούτος ώσπερ οι αδελφοί αυτού. απελθούσα δε Θαμαρ εκάθητο εν τω οίκω του πατρός αυτής. 12 Επληθύνθησαν δε αι ημέραι και απέθανεν Σαυα η γυνή Ιουδα· και παρακληθείς Ιουδας ανέβη επί τους κείροντας τα πρόβατα αυτού, αυτός και Ιρας ο ποιμήν αυτού ο Οδολλαμίτης, εις Θαμνα. 13 και απηγγέλη Θαμαρ τή νύμφῃ αυτού λέγοντες Ιδού ο πενθερός σου αναβαίνει εις Θαμνα κείραι τα πρόβατα αυτού. 14 και περιελομένη τα ιμάτια της χηρεύσεως αφ’ εαυτής περιεβάλετο θέριστρον και εκαλλωπίσατο και εκάθισεν πρός ταις πύλαις Αιναν, ή εστιν εν παρόδω Θαμνα· είδεν γαρ ότι μέγας γέγονεν Σηλωμ, αυτός δε ουκ έδωκεν αυτήν αυτώ γυναίκα. 15 και ιδών αυτήν Ιουδας έδοξεν αυτήν πόρνην είναι· κατεκαλύψατο γαρ το πρόσωπον αυτής, και ουκ επέγνω αυτήν. 16 εξέκλινεν δε πρός αυτήν την οδόν και είπεν αυτή Έασόν με εισελθείν πρός σέ· ου γαρ έγνω ότι η νύμφη αυτού εστιν. η δε είπεν Τί μοι δώσεις, εάν εισέλθῃς πρός με; 17 ο δε είπεν Εγώ σοι αποστελώ έριφον αιγών εκ των προβάτων. η δε είπεν Εαν δως αρραβώνα έως του αποστείλαί σε. 18 ο δε είπεν Τίνα τον αρραβώνά σοι δώσω; η δε είπεν Τον δακτύλιόν σου και τον ορμίσκον και την ράβδον την εν τή χειρί σου. και έδωκεν αυτή και εισήλθεν πρός αυτήν, και εν γαστρί έλαβεν εξ αυτού. 19 και αναστάσα απήλθεν και περιείλατο το θέριστρον αφ’ εαυτής και ενεδύσατο τα ιμάτια της χηρεύσεως αυτής. 20 απέστειλεν δε Ιουδας τον έριφον εξ αιγών εν χειρί του ποιμένος αυτού του Οδολλαμίτου κομίσασθαι τον αρραβώνα παρά της γυναικός, και ουχ εύρεν αυτήν. 21 επηρώτησεν δε τους άνδρας τους εκ του τόπου Πού εστιν η πόρνη η γενομένη εν Αιναν επί της οδού; και είπαν Ουκ ήν ενταύθα πόρνη. 22 και απεστράφη πρός Ιουδαν και είπεν Ουχ εύρον, και οι άνθρωποι οι εκ του τόπου λέγουσιν μή είναι ώδε πόρνην. 23 είπεν δε Ιουδας Εχέτω αυτά, αλλά μήποτε καταγελασθώμεν· εγώ μεν απέσταλκα τον έριφον τούτον, συ δε ουχ εύρηκας. 24 Εγένετο δε μετά τρίμηνον απηγγέλη τω Ιουδα λέγοντες Εκπεπόρνευκεν Θαμαρ η νύμφη σου και ιδού εν γαστρί έχει εκ πορνείας. είπεν δε Ιουδας Εξαγάγετε αυτήν, και κατακαυθήτω. 25 αυτή δε αγομένη απέστειλεν πρός τον πενθερόν αυτής λέγουσα Εκ του ανθρώπου, τίνος ταύτά εστιν, εγώ εν γαστρί έχω. και είπεν Επίγνωθι, τίνος ο δακτύλιος και ο ορμίσκος και η ράβδος αύτη. 26 επέγνω δε Ιουδας και είπεν Δεδικαίωται Θαμαρ ή εγώ, ού είνεκεν ουκ έδωκα αυτήν Σηλωμ τω υιώ μου. και ου προσέθετο έτι του γνώναι αυτήν. 27 Εγένετο δε ηνίκα έτικτεν, και τήδε ήν δίδυμα εν τή γαστρί αυτής. 28 εγένετο δε εν τω τίκτειν αυτήν ο είς προεξήνεγκεν την χείρα· λαβούσα δε η μαία έδησεν επί την χείρα αυτού κόκκινον λέγουσα Ούτος εξελεύσεται πρότερος. 29 ως δε επισυνήγαγεν την χείρα, και ευθύς εξήλθεν ο αδελφός αυτού. η δε είπεν Τί διεκόπη διά σε φραγμός; και εκάλεσεν το όνομα αυτού Φαρες. 30 και μετά τούτο εξήλθεν ο αδελφός αυτού, εφ’ ω ήν επί τή χειρί αυτού το κόκκινον· και εκάλεσεν το όνομα αυτού Ζαρα.
Gen 39:1
Ιωσηφ δε κατήχθη εις Αίγυπτον, και εκτήσατο αυτόν Πετεφρης ο ευνούχος Φαραω, αρχιμάγειρος, ανήρ Αιγύπτιος, εκ χειρός Ισμαηλιτών, οί κατήγαγον αυτόν εκεί. 2 και ήν κύριος μετά Ιωσηφ, και ήν ανήρ επιτυγχάνων και εγένετο εν τω οίκω παρά τω κυρίω τω Αιγυπτίω. 3 ήδει δε ο κύριος αυτού ότι κύριος μετ’ αυτού και όσα αν ποιή, κύριος ευοδοί εν ταις χερσίν αυτού. 4 και εύρεν Ιωσηφ χάριν εναντίον του κυρίου αυτού, ευηρέστει δε αυτώ, και κατέστησεν αυτόν επί του οίκου αυτού και πάντα, όσα ήν αυτώ, έδωκεν διά χειρός Ιωσηφ. 5 εγένετο δε μετά το κατασταθήναι αυτόν επί του οίκου αυτού και επί πάντα, όσα ήν αυτώ, και ηυλόγησεν κύριος τον οίκον του Αιγυπτίου διά Ιωσηφ, και εγενήθη ευλογία κυρίου εν πάσιν τοις υπάρχουσιν αυτώ εν τω οίκω και εν τω αγρώ. 6 και επέτρεψεν πάντα, όσα ήν αυτώ, εις χείρας Ιωσηφ και ουκ ήδει των καθ’ εαυτόν ουδέν πλήν του άρτου, ού ήσθιεν αυτός. Και ήν Ιωσηφ καλός τω είδει και ωραίος τή όψει σφόδρα. 7 και εγένετο μετά τα ρήματα ταύτα και επέβαλεν η γυνή του κυρίου αυτού τους οφθαλμούς αυτής επί Ιωσηφ και είπεν Κοιμήθητι μετ’ εμού. 8 ο δε ουκ ήθελεν, είπεν δε τή γυναικί του κυρίου αυτού Ει ο κύριός μου ου γινώσκει δι’ εμέ ουδέν εν τω οίκω αυτού και πάντα, όσα εστίν αυτώ, έδωκεν εις τας χείράς μου 9 και ουχ υπερέχει εν τή οικία ταύτῃ ουθέν εμού ουδέ υπεξῄρηται απ’ εμού ουδέν πλήν σού διά το σε γυναίκα αυτού είναι, και πως ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο και αμαρτήσομαι εναντίον του θεού; 10 ηνίκα δε ελάλει τω Ιωσηφ ημέραν εξ ημέρας, και ουχ υπήκουσεν αυτή καθεύδειν μετ’ αυτής του συγγενέσθαι αυτή. – 11 εγένετο δε τοιαύτη τις ημέρα, εισήλθεν Ιωσηφ εις την οικίαν ποιείν τα έργα αυτού, και ουθείς ήν των εν τή οικία έσω, 12 και επεσπάσατο αυτόν των ιματίων λέγουσα Κοιμήθητι μετ’ εμού. και καταλιπών τα ιμάτια αυτού εν ταις χερσίν αυτής έφυγεν και εξήλθεν έξω. 13 και εγένετο ως είδεν ότι κατέλιπεν τα ιμάτια αυτού εν ταις χερσίν αυτής και έφυγεν και εξήλθεν έξω, 14 και εκάλεσεν τους όντας εν τή οικία και είπεν αυτοίς λέγουσα Ἴδετε, εισήγαγεν ημίν παίδα Εβραίον εμπαίζειν ημίν· εισήλθεν πρός με λέγων Κοιμήθητι μετ’ εμού, και εβόησα φωνή μεγάλῃ· 15 εν δε τω ακούσαι αυτόν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εβόησα, καταλιπών τα ιμάτια αυτού παρ’ εμοί έφυγεν και εξήλθεν έξω. 16 και καταλιμπάνει τα ιμάτια παρ’ εαυτή, έως ήλθεν ο κύριος εις τον οίκον αυτού. 17 και ελάλησεν αυτώ κατά τα ρήματα ταύτα λέγουσα Εισήλθεν πρός με ο παίς ο Εβραίος, ον εισήγαγες πρός ημάς, εμπαίξαί μοι και είπέν μοι Κοιμηθήσομαι μετά σού· 18 ως δε ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εβόησα, κατέλιπεν τα ιμάτια αυτού παρ’ εμοί και έφυγεν και εξήλθεν έξω. 19 εγένετο δε ως ήκουσεν ο κύριος αυτού τα ρήματα της γυναικός αυτού, όσα ελάλησεν πρός αυτόν λέγουσα Ούτως εποίησέν μοι ο παίς σου, και εθυμώθη οργή. 20 και λαβών ο κύριος Ιωσηφ ενέβαλεν αυτόν εις το οχύρωμα, εις τον τόπον, εν ω οι δεσμώται του βασιλέως κατέχονται εκεί εν τω οχυρώματι. 21 Και ήν κύριος μετά Ιωσηφ και κατέχεεν αυτού έλεος και έδωκεν αυτώ χάριν εναντίον του αρχιδεσμοφύλακος, 22 και έδωκεν ο αρχιδεσμοφύλαξ το δεσμωτήριον διά χειρός Ιωσηφ και πάντας τους απηγμένους, όσοι εν τω δεσμωτηρίω, και πάντα, όσα ποιούσιν εκεί. 23 ουκ ήν ο αρχιδεσμοφύλαξ του δεσμωτηρίου γινώσκων δι’ αυτόν ουθέν· πάντα γαρ ήν διά χειρός Ιωσηφ διά το τον κύριον μετ’ αυτού είναι, και όσα αυτός εποίει, κύριος ευώδου εν ταις χερσίν αυτού.
Gen 40:1
Εγένετο δε μετά τα ρήματα ταύτα ήμαρτεν ο αρχιοινοχόος του βασιλέως Αιγύπτου και ο αρχισιτοποιός τω κυρίω αυτών βασιλεί Αιγύπτου. 2 και ωργίσθη Φαραω επί τοις δυσίν ευνούχοις αυτού, επί τω αρχιοινοχόω και επί τω αρχισιτοποιώ, 3 και έθετο αυτούς εν φυλακή παρά τω δεσμοφύλακι εις το δεσμωτήριον, εις τον τόπον, ού Ιωσηφ απήκτο εκεί. 4 και συνέστησεν ο αρχιδεσμώτης τω Ιωσηφ αυτούς, και παρέστη αυτοίς· ήσαν δε ημέρας εν τή φυλακή. – 5 και είδον αμφότεροι ενύπνιον, εκάτερος ενύπνιον, εν μιά νυκτί όρασις του ενυπνίου αυτού, ο αρχιοινοχόος και ο αρχισιτοποιός, οί ήσαν τω βασιλεί Αιγύπτου, οι όντες εν τω δεσμωτηρίω. 6 εισήλθεν δε πρός αυτούς Ιωσηφ το πρωΐ και είδεν αυτούς, και ήσαν τεταραγμένοι. 7 και ηρώτα τους ευνούχους Φαραω, οί ήσαν μετ’ αυτού εν τή φυλακή παρά τω κυρίω αυτού, λέγων Τί ότι τα πρόσωπα υμών σκυθρωπά σήμερον; 8 οι δε είπαν αυτώ Ενύπνιον είδομεν, και ο συγκρίνων ουκ έστιν αυτό. είπεν δε αυτοίς Ιωσηφ Ουχί διά του θεού η διασάφησις αυτών εστιν; διηγήσασθε ουν μοι. – 9 και διηγήσατο ο αρχιοινοχόος το ενύπνιον αυτού τω Ιωσηφ και είπεν Εν τω ύπνω μου ήν άμπελος εναντίον μου· 10 εν δε τή αμπέλω τρείς πυθμένες, και αυτή θάλλουσα ανενηνοχυία βλαστούς· πέπειροι οι βότρυες σταφυλής. 11 και το ποτήριον Φαραω εν τή χειρί μου· και έλαβον την σταφυλήν και εξέθλιψα αυτήν εις το ποτήριον και έδωκα το ποτήριον εις τας χείρας Φαραω. 12 και είπεν αυτώ Ιωσηφ Τούτο η σύγκρισις αυτού· οι τρείς πυθμένες τρείς ημέραι εισίν· 13 έτι τρείς ημέραι και μνησθήσεται Φαραω της αρχής σου και αποκαταστήσει σε επί την αρχιοινοχοίαν σου, και δώσεις το ποτήριον Φαραω εις την χείρα αυτού κατά την αρχήν σου την προτέραν, ως ήσθα οινοχοών. 14 αλλά μνήσθητί μου διά σεαυτού, όταν εύ σοι γένηται, και ποιήσεις εν εμοί έλεος και μνησθήσῃ περί εμού Φαραω και εξάξεις με εκ του οχυρώματος τούτου· 15 ότι κλοπή εκλάπην εκ γής Εβραίων και ώδε ουκ εποίησα ουδέν, αλλ’ ενέβαλόν με εις τον λάκκον τούτον. – 16 και είδεν ο αρχισιτοποιός ότι ορθώς συνέκρινεν, και είπεν τω Ιωσηφ Καγώ είδον ενύπνιον και ώμην τρία κανά χονδριτών αίρειν επί της κεφαλής μου· 17 εν δε τω κανώ τω επάνω από πάντων των γενών, ων ο βασιλεύς Φαραω εσθίει, έργον σιτοποιού, και τα πετεινά του ουρανού κατήσθιεν αυτά από του κανού του επάνω της κεφαλής μου. 18 αποκριθείς δε Ιωσηφ είπεν αυτώ Αύτη η σύγκρισις αυτού· τα τρία κανά τρείς ημέραι εισίν· 19 έτι τριών ημερών αφελεί Φαραω την κεφαλήν σου από σού και κρεμάσει σε επί ξύλου, και φάγεται τα όρνεα του ουρανού τας σάρκας σου από σού. – 20 εγένετο δε εν τή ημέρα τή τρίτῃ ημέρα γενέσεως ήν Φαραω, και εποίει πότον πάσι τοις παισίν αυτού. και εμνήσθη της αρχής του αρχιοινοχόου και της αρχής του αρχισιτοποιού εν μέσω των παίδων αυτού 21 και απεκατέστησεν τον αρχιοινοχόον επί την αρχήν αυτού, και έδωκεν το ποτήριον εις την χείρα Φαραω, 22 τον δε αρχισιτοποιόν εκρέμασεν, καθά συνέκρινεν αυτοίς Ιωσηφ. 23 ουκ εμνήσθη δε ο αρχιοινοχόος του Ιωσηφ, αλλά επελάθετο αυτού.
Gen 41:1
Εγένετο δε μετά δύο έτη ημερών Φαραω είδεν ενύπνιον. ώετο εστάναι επί του ποταμού, 2 και ιδού ώσπερ εκ του ποταμού ανέβαινον επτά βόες καλαί τω είδει και εκλεκταί ταις σαρξίν και εβόσκοντο εν τω άχει· 3 άλλαι δε επτά βόες ανέβαινον μετά ταύτας εκ του ποταμού αισχραί τω είδει και λεπταί ταις σαρξίν και ενέμοντο παρά τας βόας παρά το χείλος του ποταμού· 4 και κατέφαγον αι επτά βόες αι αισχραί και λεπταί ταις σαρξίν τας επτά βόας τας καλάς τω είδει και τας εκλεκτάς. ηγέρθη δε Φαραω. – 5 και ενυπνιάσθη το δεύτερον, και ιδού επτά στάχυες ανέβαινον εν πυθμένι ενί εκλεκτοί και καλοί· 6 άλλοι δε επτά στάχυες λεπτοί και ανεμόφθοροι ανεφύοντο μετ’ αυτούς· 7 και κατέπιον οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι τους επτά στάχυας τους εκλεκτούς και τους πλήρεις. ηγέρθη δε Φαραω, και ήν ενύπνιον. 8 Εγένετο δε πρωΐ και εταράχθη η ψυχή αυτού, και αποστείλας εκάλεσεν πάντας τους εξηγητάς Αιγύπτου και πάντας τους σοφούς αυτής, και διηγήσατο αυτοίς Φαραω το ενύπνιον, και ουκ ήν ο απαγγέλλων αυτό τω Φαραω. 9 και ελάλησεν ο αρχιοινοχόος πρός Φαραω λέγων Την αμαρτίαν μου αναμιμνῄσκω σήμερον· 10 Φαραω ωργίσθη τοις παισίν αυτού και έθετο ημάς εν φυλακή εν τω οίκω του αρχιμαγείρου, εμέ τε και τον αρχισιτοποιόν. 11 και είδομεν ενύπνιον εν νυκτί μιά, εγώ τε και αυτός, έκαστος κατά το αυτού ενύπνιον είδομεν. 12 ήν δε εκεί μεθ’ ημών νεανίσκος παίς Εβραίος του αρχιμαγείρου, και διηγησάμεθα αυτώ, και συνέκρινεν ημίν. 13 εγενήθη δε καθώς συνέκρινεν ημίν, ούτως και συνέβη, εμέ τε αποκατασταθήναι επί την αρχήν μου, εκείνον δε κρεμασθήναι. 14 Αποστείλας δε Φαραω εκάλεσεν τον Ιωσηφ, και εξήγαγον αυτόν εκ του οχυρώματος και εξύρησαν αυτόν και ήλλαξαν την στολήν αυτού, και ήλθεν πρός Φαραω. 15 είπεν δε Φαραω τω Ιωσηφ Ενύπνιον εώρακα, και ο συγκρίνων ουκ έστιν αυτό· εγώ δε ακήκοα περί σού λεγόντων ακούσαντά σε ενύπνια συγκρίναι αυτά. 16 αποκριθείς δε Ιωσηφ τω Φαραω είπεν Άνευ του θεού ουκ αποκριθήσεται το σωτήριον Φαραω. 17 ελάλησεν δε Φαραω τω Ιωσηφ λέγων Εν τω ύπνω μου ώμην εστάναι παρά το χείλος του ποταμού, 18 και ώσπερ εκ του ποταμού ανέβαινον επτά βόες καλαί τω είδει και εκλεκταί ταις σαρξίν και ενέμοντο εν τω άχει· 19 και ιδού επτά βόες έτεραι ανέβαινον οπίσω αυτών εκ του ποταμού πονηραί και αισχραί τω είδει και λεπταί ταις σαρξίν, οίας ουκ είδον τοιαύτας εν ολῃ γή Αιγύπτω αισχροτέρας· 20 και κατέφαγον αι επτά βόες αι αισχραί και λεπταί τας επτά βόας τας πρώτας τας καλάς και εκλεκτάς, 21 και εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών και ου διάδηλοι εγένοντο ότι εισήλθον εις τας κοιλίας αυτών, και αι όψεις αυτών αισχραί καθά και την αρχήν. εξεγερθείς δε εκοιμήθην 22 και είδον πάλιν εν τω ύπνω μου, και ώσπερ επτά στάχυες ανέβαινον εν πυθμένι ενί πλήρεις και καλοί· 23 άλλοι δε επτά στάχυες λεπτοί και ανεμόφθοροι ανεφύοντο εχόμενοι αυτών· 24 και κατέπιον οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι τους επτά στάχυας τους καλούς και τους πλήρεις. είπα ουν τοις εξηγηταίς, και ουκ ήν ο απαγγέλλων μοι. 25 Και είπεν Ιωσηφ τω Φαραω Το ενύπνιον Φαραω εν εστιν· όσα ο θεός ποιεί, έδειξεν τω Φαραω. 26 αι επτά βόες αι καλαί επτά έτη εστίν, και οι επτά στάχυες οι καλοί επτά έτη εστίν· το ενύπνιον Φαραω εν εστιν. 27 και αι επτά βόες αι λεπταί αι αναβαίνουσαι οπίσω αυτών επτά έτη εστίν, και οι επτά στάχυες οι λεπτοί και ανεμόφθοροι έσονται επτά έτη λιμού. 28 το δε ρήμα, ο είρηκα Φαραω Όσα ο θεός ποιεί, έδειξεν τω Φαραω, 29 ιδού επτά έτη έρχεται ευθηνία πολλή εν πάσῃ γή Αιγύπτω· 30 ήξει δε επτά έτη λιμού μετά ταύτα, και επιλήσονται της πλησμονής εν ολῃ γή Αιγύπτω, και αναλώσει ο λιμός την γήν, 31 και ουκ επιγνωσθήσεται η ευθηνία επί της γής από του λιμού του εσομένου μετά ταύτα· ισχυρός γαρ έσται σφόδρα. 32 περί δε του δευτερώσαι το ενύπνιον Φαραω δίς, ότι αληθές έσται το ρήμα το παρά του θεού, και ταχυνεί ο θεός του ποιήσαι αυτό. 33 νυν ουν σκέψαι άνθρωπον φρόνιμον και συνετόν και κατάστησον αυτόν επί γής Αιγύπτου· 34 και ποιησάτω Φαραω και καταστησάτω τοπάρχας επί της γής, και αποπεμπτωσάτωσαν πάντα τα γενήματα της γής Αιγύπτου των επτά ετών της ευθηνίας 35 και συναγαγέτωσαν πάντα τα βρώματα των επτά ετών των ερχομένων των καλών τούτων, και συναχθήτω ο σίτος υπό χείρα Φαραω, βρώματα εν ταις πόλεσιν φυλαχθήτω· 36 και έσται τα βρώματα πεφυλαγμένα τή γή εις τα επτά έτη του λιμού, α έσονται εν γή Αιγύπτω, και ουκ εκτριβήσεται η γή εν τω λιμώ. 37 Ήρεσεν δε τα ρήματα εναντίον Φαραω και εναντίον πάντων των παίδων αυτού, 38 και είπεν Φαραω πάσιν τοις παισίν αυτού Μή ευρήσομεν άνθρωπον τοιούτον, ος έχει πνεύμα θεού εν αυτώ; 39 είπεν δε Φαραω τω Ιωσηφ Επειδή έδειξεν ο θεός σοι πάντα ταύτα, ουκ έστιν άνθρωπος φρονιμώτερος και συνετώτερός σου· 40 συ εσῃ επί τω οίκω μου, και επί τω στόματί σου υπακούσεται πας ο λαός μου· πλήν τον θρόνον υπερέξω σου εγώ. 41 είπεν δε Φαραω τω Ιωσηφ Ιδού καθίστημί σε σήμερον επί πάσης γής Αιγύπτου. 42 και περιελόμενος Φαραω τον δακτύλιον από της χειρός αυτού περιέθηκεν αυτόν επί την χείρα Ιωσηφ και ενέδυσεν αυτόν στολήν βυσσίνην και περιέθηκεν κλοιόν χρυσούν περί τον τράχηλον αυτού· 43 και ανεβίβασεν αυτόν επί το άρμα το δεύτερον των αυτού, και εκήρυξεν έμπροσθεν αυτού κήρυξ· και κατέστησεν αυτόν εφ’ όλης γής Αιγύπτου. 44 είπεν δε Φαραω τω Ιωσηφ Εγω Φαραω· άνευ σού ουκ εξαρεί ουθείς την χείρα αυτού επί πάσῃ γή Αιγύπτου. 45 και εκάλεσεν Φαραω το όνομα Ιωσηφ Ψονθομφανηχ· και έδωκεν αυτώ την Ασεννεθ θυγατέρα Πετεφρη ιερέως Ηλίου πόλεως αυτώ γυναίκα. 46 Ιωσηφ δε ήν ετών τριάκοντα, ότε έστη εναντίον Φαραω βασιλέως Αιγύπτου. Εξήλθεν δε Ιωσηφ εκ προσώπου Φαραω και διήλθεν πάσαν γήν Αιγύπτου. 47 και εποίησεν η γή εν τοις επτά έτεσιν της ευθηνίας δράγματα· 48 και συνήγαγεν πάντα τα βρώματα των επτά ετών, εν οίς ήν η ευθηνία εν γή Αιγύπτου, και έθηκεν τα βρώματα εν ταις πόλεσιν, βρώματα των πεδίων της πόλεως των κύκλω αυτής έθηκεν εν αυτή. 49 και συνήγαγεν Ιωσηφ σίτον ωσεί την άμμον της θαλάσσης πολύν σφόδρα, έως ουκ ηδύναντο αριθμήσαι, ου γαρ ήν αριθμός. 50 Τω δε Ιωσηφ εγένοντο υιοί δύο προ του ελθείν τα επτά έτη του λιμού, ούς έτεκεν αυτώ Ασεννεθ θυγάτηρ Πετεφρη ιερέως Ηλίου πόλεως. 51 εκάλεσεν δε Ιωσηφ το όνομα του πρωτοτόκου Μανασση, ότι Επιλαθέσθαι με εποίησεν ο θεός πάντων των πόνων μου και πάντων των του πατρός μου. 52 το δε όνομα του δευτέρου εκάλεσεν Εφραιμ, ότι Ηύξησέν με ο θεός εν γή ταπεινώσεώς μου. 53 Παρήλθον δε τα επτά έτη της ευθηνίας, α εγένοντο εν γή Αιγύπτω, 54 και ήρξαντο τα επτά έτη του λιμού έρχεσθαι, καθά είπεν Ιωσηφ. και εγένετο λιμός εν πάσῃ τή γή, εν δε πάσῃ γή Αιγύπτου ήσαν άρτοι. 55 και επείνασεν πάσα η γή Αιγύπτου, εκέκραξεν δε ο λαός πρός Φαραω περί άρτων· είπεν δε Φαραω πάσι τοις Αιγυπτίοις Πορεύεσθε πρός Ιωσηφ, και ο εάν είπῃ υμίν, ποιήσατε. 56 και ο λιμός ήν επί προσώπου πάσης της γής· ανέωξεν δε Ιωσηφ πάντας τους σιτοβολώνας και επώλει πάσι τοις Αιγυπτίοις. 57 και πάσαι αι χώραι ήλθον εις Αίγυπτον αγοράζειν πρός Ιωσηφ· επεκράτησεν γαρ ο λιμός εν πάσῃ τή γή.
Gen 42:1
Ιδών δε Ιακωβ ότι έστιν πράσις εν Αιγύπτω, είπεν τοις υιοίς αυτού Ἵνα τί ραθυμείτε; 2 ιδού ακήκοα ότι έστιν σίτος εν Αιγύπτω· κατάβητε εκεί και πρίασθε ημίν μικρά βρώματα, ίνα ζώμεν και μή αποθάνωμεν. 3 κατέβησαν δε οι αδελφοί Ιωσηφ οι δέκα πρίασθαι σίτον εξ Αιγύπτου· 4 τον δε Βενιαμιν τον αδελφόν Ιωσηφ ουκ απέστειλεν μετά των αδελφών αυτού· είπεν γάρ Μήποτε συμβή αυτώ μαλακία. 5 Ήλθον δε οι υιοί Ισραηλ αγοράζειν μετά των ερχομένων· ήν γαρ ο λιμός εν γή Χανααν. 6 Ιωσηφ δε ήν άρχων της γής, ούτος επώλει παντί τω λαώ της γής· ελθόντες δε οι αδελφοί Ιωσηφ προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί την γήν. 7 ιδών δε Ιωσηφ τους αδελφούς αυτού επέγνω και ηλλοτριούτο απ’ αυτών και ελάλησεν αυτοίς σκληρά και είπεν αυτοίς Πόθεν ήκατε; οι δε είπαν Εκ γής Χανααν αγοράσαι βρώματα. 8 επέγνω δε Ιωσηφ τους αδελφούς αυτού, αυτοί δε ουκ επέγνωσαν αυτόν. 9 και εμνήσθη Ιωσηφ των ενυπνίων, ων είδεν αυτός, και είπεν αυτοίς Κατάσκοποί εστε· κατανοήσαι τα ίχνη της χώρας ήκατε. 10 οι δε είπαν Ουχί, κύριε· οι παίδές σου ήλθομεν πρίασθαι βρώματα· 11 πάντες εσμέν υιοί ενός ανθρώπου· ειρηνικοί εσμεν, ουκ εισίν οι παίδές σου κατάσκοποι. 12 είπεν δε αυτοίς Ουχί, αλλά τα ίχνη της γής ήλθατε ιδείν. 13 οι δε είπαν Δώδεκά εσμεν οι παίδές σου αδελφοί εν γή Χανααν, και ιδού ο νεώτερος μετά του πατρός ημών σήμερον, ο δε έτερος ουχ υπάρχει. 14 είπεν δε αυτοίς Ιωσηφ Τούτό εστιν, ο είρηκα υμίν λέγων ότι Κατάσκοποί εστε· 15 εν τούτω φανείσθε· νή την υγίειαν Φαραω, ου μή εξέλθητε εντεύθεν, εάν μή ο αδελφός υμών ο νεώτερος έλθῃ ώδε. 16 αποστείλατε εξ υμών ένα και λάβετε τον αδελφόν υμών, υμείς δε απάχθητε έως του φανερά γενέσθαι τα ρήματα υμών, ει αληθεύετε ή ού· ει δε μή, νή την υγίειαν Φαραω, ή μήν κατάσκοποί εστε. 17 και έθετο αυτούς εν φυλακή ημέρας τρείς. 18 Είπεν δε αυτοίς τή ημέρα τή τρίτῃ Τούτο ποιήσατε και ζήσεσθε – τον θεόν γαρ εγώ φοβούμαι – · 19 ει ειρηνικοί εστε, αδελφός υμών είς κατασχεθήτω εν τή φυλακή, αυτοί δε βαδίσατε και απαγάγετε τον αγορασμόν της σιτοδοσίας υμών 20 και τον αδελφόν υμών τον νεώτερον αγάγετε πρός με, και πιστευθήσονται τα ρήματα υμών· ει δε μή, αποθανείσθε. εποίησαν δε ούτως. – 21 και είπεν έκαστος πρός τον αδελφόν αυτού Ναί· εν αμαρτία γάρ εσμεν περί του αδελφού ημών, ότι υπερείδομεν την θλίψιν της ψυχής αυτού, ότε κατεδέετο ημών, και ουκ εισηκούσαμεν αυτού· ένεκεν τούτου επήλθεν εφ’ ημάς η θλίψις αύτη. 22 αποκριθείς δε Ρουβην είπεν αυτοίς Ουκ ελάλησα υμίν λέγων Μή αδικήσητε το παιδάριον; και ουκ εισηκούσατέ μου· και ιδού το αίμα αυτού εκζητείται. 23 αυτοί δε ουκ ήδεισαν ότι ακούει Ιωσηφ· ο γαρ ερμηνευτής ανά μέσον αυτών ήν. 24 αποστραφείς δε απ’ αυτών έκλαυσεν Ιωσηφ. – και πάλιν προσήλθεν πρός αυτούς και είπεν αυτοίς και έλαβεν τον Συμεων απ’ αυτών και έδησεν αυτόν εναντίον αυτών. 25 ενετείλατο δε Ιωσηφ εμπλήσαι τα αγγεία αυτών σίτου και αποδούναι το αργύριον εκάστου εις τον σάκκον αυτού και δούναι αυτοίς επισιτισμόν εις την οδόν. και εγενήθη αυτοίς ούτως. 26 και επιθέντες τον σίτον επί τους όνους αυτών απήλθον εκείθεν. – 27 λύσας δε είς τον μάρσιππον αυτού δούναι χορτάσματα τοις όνοις αυτού, ού κατέλυσαν, είδεν τον δεσμόν του αργυρίου αυτού, και ήν επάνω του στόματος του μαρσίππου· 28 και είπεν τοις αδελφοίς αυτού Απεδόθη μοι το αργύριον, και ιδού τούτο εν τω μαρσίππω μου. και εξέστη η καρδία αυτών, και εταράχθησαν πρός αλλήλους λέγοντες Τί τούτο εποίησεν ο θεός ημίν; 29 Ήλθον δε πρός Ιακωβ τον πατέρα αυτών εις γήν Χανααν και απήγγειλαν αυτώ πάντα τα συμβάντα αυτοίς λέγοντες 30 Λελάληκεν ο άνθρωπος ο κύριος της γής πρός ημάς σκληρά και έθετο ημάς εν φυλακή ως κατασκοπεύοντας την γήν. 31 είπαμεν δε αυτώ Ειρηνικοί εσμεν, ούκ εσμεν κατάσκοποι· 32 δώδεκα αδελφοί εσμεν, υιοί του πατρός ημών· ο είς ουχ υπάρχει, ο δε μικρότερος μετά του πατρός ημών σήμερον εν γή Χανααν. 33 είπεν δε ημίν ο άνθρωπος ο κύριος της γής Εν τούτω γνώσομαι ότι ειρηνικοί εστε· αδελφόν ένα άφετε ώδε μετ’ εμού, τον δε αγορασμόν της σιτοδοσίας του οίκου υμών λαβόντες απέλθατε 34 και αγάγετε πρός με τον αδελφόν υμών τον νεώτερον, και γνώσομαι ότι ου κατάσκοποί εστε, αλλ’ ότι ειρηνικοί εστε, και τον αδελφόν υμών αποδώσω υμίν, και τή γή εμπορεύεσθε. 35 εγένετο δε εν τω κατακενούν αυτούς τους σάκκους αυτών και ήν εκάστου ο δεσμός του αργυρίου εν τω σάκκω αυτών· και είδον τους δεσμούς του αργυρίου αυτών, αυτοί και ο πατήρ αυτών, και εφοβήθησαν. 36 είπεν δε αυτοίς Ιακωβ ο πατήρ αυτών Εμε ητεκνώσατε· Ιωσηφ ουκ έστιν, Συμεων ουκ έστιν, και τον Βενιαμιν λήμψεσθε· επ’ εμέ εγένετο πάντα ταύτα. 37 είπεν δε Ρουβην τω πατρί αυτού λέγων Τους δύο υιούς μου απόκτεινον, εάν μή αγάγω αυτόν πρός σέ δος αυτόν εις την χείρά μου, καγώ ανάξω αυτόν πρός σέ. 38 ο δε είπεν Ου καταβήσεται ο υιός μου μεθ’ υμών, ότι ο αδελφός αυτού απέθανεν και αυτός μόνος καταλέλειπται· και συμβήσεται αυτόν μαλακισθήναι εν τή οδώ, ή αν πορεύησθε, και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις άδου.
Gen 43:1
Ο δε λιμός ενίσχυσεν επί της γής. 2 εγένετο δε ηνίκα συνετέλεσαν καταφαγείν τον σίτον, ον ήνεγκαν εξ Αιγύπτου, και είπεν αυτοίς ο πατήρ αυτών Πάλιν πορευθέντες πρίασθε ημίν μικρά βρώματα. 3 είπεν δε αυτώ Ιουδας λέγων Διαμαρτυρία διαμεμαρτύρηται ημίν ο άνθρωπος λέγων Ουκ όψεσθε το πρόσωπόν μου, εάν μή ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ’ υμών ή. 4 ει μεν ουν αποστέλλεις τον αδελφόν ημών μεθ’ ημών, καταβησόμεθα και αγοράσωμέν σοι βρώματα· 5 ει δε μή αποστέλλεις τον αδελφόν ημών μεθ’ ημών, ου πορευσόμεθα· ο γαρ άνθρωπος είπεν ημίν λέγων Ουκ όψεσθέ μου το πρόσωπον, εάν μή ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ’ υμών ή. 6 είπεν δε Ισραηλ Τί εκακοποιήσατέ με αναγγείλαντες τω ανθρώπω ει έστιν υμίν αδελφός; 7 οι δε είπαν Ερωτών επηρώτησεν ημάς ο άνθρωπος και την γενεάν ημών λέγων Ει έτι ο πατήρ υμών ζή; ει έστιν υμίν αδελφός; και απηγγείλαμεν αυτώ κατά την επερώτησιν ταύτην. μή ήδειμεν ει ερεί ημίν Αγάγετε τον αδελφόν υμών; 8 είπεν δε Ιουδας πρός Ισραηλ τον πατέρα αυτού Απόστειλον το παιδάριον μετ’ εμού, και αναστάντες πορευσόμεθα, ίνα ζώμεν και μή αποθάνωμεν και ημείς και συ και η αποσκευή ημών. 9 εγώ δε εκδέχομαι αυτόν, εκ χειρός μου ζήτησον αυτόν· εάν μή αγάγω αυτόν πρός σε και στήσω αυτόν εναντίον σου, ημαρτηκώς έσομαι πρός σε πάσας τας ημέρας. 10 ει μή γαρ εβραδύναμεν, ήδη αν υπεστρέψαμεν δίς. 11 είπεν δε αυτοίς Ισραηλ ο πατήρ αυτών Ει ούτως εστίν, τούτο ποιήσατε· λάβετε από των καρπών της γής εν τοις αγγείοις υμών και καταγάγετε τω ανθρώπω δώρα, της ρητίνης και του μέλιτος, θυμίαμα και στακτήν και τερέμινθον και κάρυα. 12 και το αργύριον δισσόν λάβετε εν ταις χερσίν υμών· το αργύριον το αποστραφέν εν τοις μαρσίπποις υμών αποστρέψατε μεθ’ υμών· μήποτε αγνόημά εστιν. 13 και τον αδελφόν υμών λάβετε και αναστάντες κατάβητε πρός τον άνθρωπον. 14 ο δε θεός μου δώη υμίν χάριν εναντίον του ανθρώπου, και αποστείλαι τον αδελφόν υμών τον ένα και τον Βενιαμιν· εγώ μεν γάρ, καθά ητέκνωμαι, ητέκνωμαι. 15 Λαβόντες δε οι άνδρες τα δώρα ταύτα και το αργύριον διπλούν έλαβον εν ταις χερσίν αυτών και τον Βενιαμιν και αναστάντες κατέβησαν εις Αίγυπτον και έστησαν εναντίον Ιωσηφ. 16 είδεν δε Ιωσηφ αυτούς και τον Βενιαμιν τον αδελφόν αυτού τον ομομήτριον και είπεν τω επί της οικίας αυτού Εισάγαγε τους ανθρώπους εις την οικίαν και σφάξον θύματα και ετοίμασον· μετ’ εμού γαρ φάγονται οι άνθρωποι άρτους την μεσημβρίαν. 17 εποίησεν δε ο άνθρωπος, καθά είπεν Ιωσηφ, και εισήγαγεν τους ανθρώπους εις τον οίκον Ιωσηφ. – 18 ιδόντες δε οι άνθρωποι ότι εισήχθησαν εις τον οίκον Ιωσηφ, είπαν Διά το αργύριον το αποστραφέν εν τοις μαρσίπποις ημών την αρχήν ημείς εισαγόμεθα του συκοφαντήσαι ημάς και επιθέσθαι ημίν του λαβείν ημάς εις παίδας και τους όνους ημών. 19 προσελθόντες δε πρός τον άνθρωπον τον επί του οίκου Ιωσηφ ελάλησαν αυτώ εν τω πυλώνι του οίκου 20 λέγοντες Δεόμεθα, κύριε· κατέβημεν την αρχήν πρίασθαι βρώματα· 21 εγένετο δε ηνίκα ήλθομεν εις το καταλύσαι και ηνοίξαμεν τους μαρσίππους ημών, και τόδε το αργύριον εκάστου εν τω μαρσίππω αυτού· το αργύριον ημών εν σταθμώ απεστρέψαμεν νυν εν ταις χερσίν ημών 22 και αργύριον έτερον ηνέγκαμεν μεθ’ εαυτών αγοράσαι βρώματα· ουκ οίδαμεν, τίς ενέβαλεν το αργύριον εις τους μαρσίππους ημών. 23 είπεν δε αυτοίς Ἵλεως υμίν, μή φοβείσθε· ο θεός υμών και ο θεός των πατέρων υμών έδωκεν υμίν θησαυρούς εν τοις μαρσίπποις υμών, το δε αργύριον υμών ευδοκιμούν απέχω. και εξήγαγεν πρός αυτούς τον Συμεων 24 και ήνεγκεν ύδωρ νίψαι τους πόδας αυτών και έδωκεν χορτάσματα τοις όνοις αυτών. 25 ητοίμασαν δε τα δώρα έως του ελθείν Ιωσηφ μεσημβρίας· ήκουσαν γαρ ότι εκεί μέλλει αριστάν. 26 Εισήλθεν δε Ιωσηφ εις την οικίαν, και προσήνεγκαν αυτώ τα δώρα, α είχον εν ταις χερσίν αυτών, εις τον οίκον και προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί την γήν. 27 ηρώτησεν δε αυτούς Πως έχετε; και είπεν αυτοίς Ει υγιαίνει ο πατήρ υμών ο πρεσβύτερος, ον είπατε; έτι ζή; 28 οι δε είπαν Υγιαίνει ο παίς σου ο πατήρ ημών, έτι ζή. και είπεν Ευλογητός ο άνθρωπος εκείνος τω θεώ. και κύψαντες προσεκύνησαν αυτώ. 29 αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς Ιωσηφ είδεν Βενιαμιν τον αδελφόν αυτού τον ομομήτριον και είπεν Ούτος ο αδελφός υμών ο νεώτερος, ον είπατε πρός με αγαγείν; και είπεν Ο θεός ελεήσαι σε, τέκνον. 30 εταράχθη δε Ιωσηφ – συνεστρέφετο γαρ τα έντερα αυτού επί τω αδελφώ αυτού – και εζήτει κλαύσαι· εισελθών δε εις το ταμιείον έκλαυσεν εκεί. 31 και νιψάμενος το πρόσωπον εξελθών ενεκρατεύσατο και είπεν Παράθετε άρτους. 32 και παρέθηκαν αυτώ μόνω και αυτοίς καθ’ εαυτούς και τοις Αιγυπτίοις τοις συνδειπνούσιν μετ’ αυτού καθ’ εαυτούς· ου γαρ εδύναντο οι Αιγύπτιοι συνεσθίειν μετά των Εβραίων άρτους, βδέλυγμα γάρ εστιν τοις Αιγυπτίοις. 33 εκάθισαν δε εναντίον αυτού, ο πρωτότοκος κατά τα πρεσβεία αυτού και ο νεώτερος κατά την νεότητα αυτού· εξίσταντο δε οι άνθρωποι έκαστος πρός τον αδελφόν αυτού. 34 ήραν δε μερίδας παρ’ αυτού πρός αυτούς· εμεγαλύνθη δε η μερίς Βενιαμιν παρά τας μερίδας πάντων πενταπλασίως πρός τας εκείνων. έπιον δε και εμεθύσθησαν μετ’ αυτού.
Gen 44:1
Καί ενετείλατο Ιωσηφ τω όντι επί της οικίας αυτού λέγων Πλήσατε τους μαρσίππους των ανθρώπων βρωμάτων, όσα εάν δύνωνται άραι, και εμβάλατε εκάστου το αργύριον επί του στόματος του μαρσίππου 2 και το κόνδυ μου το αργυρούν εμβάλατε εις τον μάρσιππον του νεωτέρου και την τιμήν του σίτου αυτού. εγενήθη δε κατά το ρήμα Ιωσηφ, καθώς είπεν. – 3 το πρωΐ διέφαυσεν, και οι άνθρωποι απεστάλησαν, αυτοί και οι όνοι αυτών. 4 εξελθόντων δε αυτών την πόλιν [ουκ απέσχον μακράν] και Ιωσηφ είπεν τω επί της οικίας αυτού Αναστάς επιδίωξον οπίσω των ανθρώπων και καταλήμψῃ αυτούς και ερείς αυτοίς Τί ότι ανταπεδώκατε πονηρά αντί καλών; 5 ίνα τί εκλέψατέ μου το κόνδυ το αργυρούν; ου τούτό εστιν, εν ω πίνει ο κύριός μου; αυτός δε οιωνισμώ οιωνίζεται εν αυτώ. πονηρά συντετέλεσθε, α πεποιήκατε. 6 ευρών δε αυτούς είπεν αυτοίς κατά τα ρήματα ταύτα. 7 οι δε είπον αυτώ Ἵνα τί λαλεί ο κύριος κατά τα ρήματα ταύτα; μή γένοιτο τοις παισίν σου ποιήσαι κατά το ρήμα τούτο. 8 ει το μεν αργύριον, ο εύρομεν εν τοις μαρσίπποις ημών, απεστρέψαμεν πρός σε εκ γής Χανααν, πως αν κλέψαιμεν εκ του οίκου του κυρίου σου αργύριον ή χρυσίον; 9 παρ’ ω αν ευρεθή το κόνδυ των παίδων σου, αποθνῃσκέτω· και ημείς δε εσόμεθα παίδες τω κυρίω ημών. 10 ο δε είπεν Και νυν ως λέγετε, ούτως έσται· ο άνθρωπος, παρ’ ω αν ευρεθή το κόνδυ, αυτός έσται μου παίς, υμείς δε έσεσθε καθαροί. 11 και έσπευσαν και καθείλαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού επί την γήν και ήνοιξαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού. 12 ηρεύνα δε από του πρεσβυτέρου αρξάμενος έως ήλθεν επί τον νεώτερον, και εύρεν το κόνδυ εν τω μαρσίππω τω Βενιαμιν. 13 και διέρρηξαν τα ιμάτια αυτών και επέθηκαν έκαστος τον μάρσιππον αυτού επί τον όνον αυτού και επέστρεψαν εις την πόλιν. 14 Εισήλθεν δε Ιουδας και οι αδελφοί αυτού πρός Ιωσηφ έτι αυτού όντος εκεί και έπεσον εναντίον αυτού επί την γήν. 15 είπεν δε αυτοίς Ιωσηφ Τί το πράγμα τούτο, ο εποιήσατε; ουκ οίδατε ότι οιωνισμώ οιωνιείται άνθρωπος οίος εγώ; 16 είπεν δε Ιουδας Τί αντερούμεν τω κυρίω ή τί λαλήσωμεν ή τί δικαιωθώμεν; ο δε θεός εύρεν την αδικίαν των παίδων σου. ιδού εσμεν οικέται τω κυρίω ημών, και ημείς και παρ’ ω ευρέθη το κόνδυ. 17 είπεν δε Ιωσηφ Μή μοι γένοιτο ποιήσαι το ρήμα τούτο· ο άνθρωπος, παρ’ ω ευρέθη το κόνδυ, αυτός έσται μου παίς, υμείς δε ανάβητε μετά σωτηρίας πρός τον πατέρα υμών. 18 Εγγίσας δε αυτώ Ιουδας είπεν Δέομαι, κύριε, λαλησάτω ο παίς σου ρήμα εναντίον σου, και μή θυμωθής τω παιδί σου, ότι συ εί μετά Φαραω. 19 κύριε, συ ηρώτησας τους παίδάς σου λέγων Ει έχετε πατέρα ή αδελφόν; 20 και είπαμεν τω κυρίω Έστιν ημίν πατήρ πρεσβύτερος και παιδίον γήρως νεώτερον αυτώ, και ο αδελφός αυτού απέθανεν, αυτός δε μόνος υπελείφθη τή μητρί αυτού, ο δε πατήρ αυτόν ηγάπησεν. 21 είπας δε τοις παισίν σου Καταγάγετε αυτόν πρός με, και επιμελούμαι αυτού. 22 και είπαμεν τω κυρίω Ου δυνήσεται το παιδίον καταλιπείν τον πατέρα· εάν δε καταλίπῃ τον πατέρα, αποθανείται. 23 συ δε είπας τοις παισίν σου Εαν μή καταβή ο αδελφός υμών ο νεώτερος μεθ’ υμών, ου προσθήσεσθε έτι ιδείν το πρόσωπόν μου. 24 εγένετο δε ηνίκα ανέβημεν πρός τον παίδά σου πατέρα δε ημών, απηγγείλαμεν αυτώ τα ρήματα του κυρίου. 25 είπεν δε ημίν ο πατήρ ημών Βαδίσατε πάλιν, αγοράσατε ημίν μικρά βρώματα. 26 ημείς δε είπαμεν Ου δυνησόμεθα καταβήναι· αλλ’ ει μεν ο αδελφός ημών ο νεώτερος καταβαίνει μεθ’ ημών, καταβησόμεθα· ου γαρ δυνησόμεθα ιδείν το πρόσωπον του ανθρώπου, του αδελφού του νεωτέρου μή όντος μεθ’ ημών. 27 είπεν δε ο παίς σου ο πατήρ ημών πρός ημάς Υμείς γινώσκετε ότι δύο έτεκέν μοι η γυνή· 28 και εξήλθεν ο είς απ’ εμού, και είπατε ότι θηριόβρωτος γέγονεν, και ουκ είδον αυτόν έτι και νύν· 29 εάν ουν λάβητε και τούτον εκ προσώπου μου και συμβή αυτώ μαλακία εν τή οδώ, και κατάξετέ μου το γήρας μετά λύπης εις άδου. 30 νυν ουν εάν εισπορεύωμαι πρός τον παίδά σου πατέρα δε ημών και το παιδάριον μή ή μεθ’ ημών – η δε ψυχή αυτού εκκρέμαται εκ της τούτου ψυχής – , 31 και έσται εν τω ιδείν αυτόν μή ον το παιδάριον μεθ’ ημών τελευτήσει, και κατάξουσιν οι παίδές σου το γήρας του παιδός σου πατρός δε ημών μετ’ οδύνης εις άδου. 32 ο γαρ παίς σου εκδέδεκται το παιδίον παρά του πατρός λέγων Εαν μή αγάγω αυτόν πρός σε και στήσω αυτόν εναντίον σου, ημαρτηκώς έσομαι πρός τον πατέρα πάσας τας ημέρας. 33 νυν ουν παραμενώ σοι παίς αντί του παιδίου, οικέτης του κυρίου· το δε παιδίον αναβήτω μετά των αδελφών. 34 πως γαρ αναβήσομαι πρός τον πατέρα, του παιδίου μή όντος μεθ’ ημών; ίνα μή ίδω τα κακά, α ευρήσει τον πατέρα μου.
Gen 45:1
Καί ουκ ηδύνατο Ιωσηφ ανέχεσθαι πάντων των παρεστηκότων αυτώ, αλλ’ είπεν Εξαποστείλατε πάντας απ’ εμού. και ου παρειστήκει ουδείς έτι τω Ιωσηφ, ηνίκα ανεγνωρίζετο τοις αδελφοίς αυτού. 2 και αφήκεν φωνήν μετά κλαυθμού· ήκουσαν δε πάντες οι Αιγύπτιοι, και ακουστόν εγένετο εις τον οίκον Φαραω. 3 είπεν δε Ιωσηφ πρός τους αδελφούς αυτού Εγώ ειμι Ιωσηφ· έτι ο πατήρ μου ζή; και ουκ εδύναντο οι αδελφοί αποκριθήναι αυτώ· εταράχθησαν γάρ. 4 είπεν δε Ιωσηφ πρός τους αδελφούς αυτού Εγγίσατε πρός με. και ήγγισαν. και είπεν Εγώ ειμι Ιωσηφ ο αδελφός υμών, ον απέδοσθε εις Αίγυπτον. 5 νυν ουν μή λυπείσθε μηδέ σκληρόν υμίν φανήτω ότι απέδοσθέ με ώδε· εις γαρ ζωήν απέστειλέν με ο θεός έμπροσθεν υμών· 6 τούτο γαρ δεύτερον έτος λιμός επί της γής, και έτι λοιπά πέντε έτη, εν οίς ουκ έσται αροτρίασις ουδέ άμητος· 7 απέστειλεν γάρ με ο θεός έμπροσθεν υμών, υπολείπεσθαι υμών κατάλειμμα επί της γής και εκθρέψαι υμών κατάλειψιν μεγάλην. 8 νυν ουν ουχ υμείς με απεστάλκατε ώδε, αλλ’ ή ο θεός, και εποίησέν με ως πατέρα Φαραω και κύριον παντός του οίκου αυτού και άρχοντα πάσης γής Αιγύπτου. 9 σπεύσαντες ουν ανάβητε πρός τον πατέρα μου και είπατε αυτώ Τάδε λέγει ο υιός σου Ιωσηφ Εποίησέν με ο θεός κύριον πάσης γής Αιγύπτου· κατάβηθι ουν πρός με και μή μείνῃς· 10 και κατοικήσεις εν γή Γεσεμ Αραβίας και εσῃ εγγύς μου, συ και οι υιοί σου και οι υιοί των υιών σου, τα πρόβατά σου και αι βόες σου και όσα σοί εστιν, 11 και εκθρέψω σε εκεί – έτι γαρ πέντε έτη λιμός – , ίνα μή εκτριβής, συ και οι υιοί σου και πάντα τα υπάρχοντά σου. 12 ιδού οι οφθαλμοί υμών βλέπουσιν και οι οφθαλμοί Βενιαμιν του αδελφού μου ότι το στόμα μου το λαλούν πρός υμάς. 13 απαγγείλατε ουν τω πατρί μου πάσαν την δόξαν μου την εν Αιγύπτω και όσα είδετε, και ταχύναντες καταγάγετε τον πατέρα μου ώδε. 14 και επιπεσών επί τον τράχηλον Βενιαμιν του αδελφού αυτού έκλαυσεν επ’ αυτώ, και Βενιαμιν έκλαυσεν επί τω τραχήλω αυτού. 15 και καταφιλήσας πάντας τους αδελφούς αυτού έκλαυσεν επ’ αυτοίς, και μετά ταύτα ελάλησαν οι αδελφοί αυτού πρός αυτόν. 16 Και διεβοήθη η φωνή εις τον οίκον Φαραω λέγοντες Ήκασιν οι αδελφοί Ιωσηφ. εχάρη δε Φαραω και η θεραπεία αυτού. 17 είπεν δε Φαραω πρός Ιωσηφ Ειπόν τοις αδελφοίς σου Τούτο ποιήσατε· γεμίσατε τα πορεία υμών και απέλθατε εις γήν Χανααν 18 και παραλαβόντες τον πατέρα υμών και τα υπάρχοντα υμών ήκετε πρός με, και δώσω υμίν πάντων των αγαθών Αιγύπτου, και φάγεσθε τον μυελόν της γής. 19 συ δε έντειλαι ταύτα, λαβείν αυτοίς αμάξας εκ γής Αιγύπτου τοις παιδίοις υμών και ταις γυναιξίν, και αναλαβόντες τον πατέρα υμών παραγίνεσθε· 20 και μή φείσησθε τοις οφθαλμοίς των σκευών υμών, τα γαρ πάντα αγαθά Αιγύπτου υμίν έσται. 21 εποίησαν δε ούτως οι υιοί Ισραηλ· έδωκεν δε Ιωσηφ αυτοίς αμάξας κατά τα ειρημένα υπό Φαραω του βασιλέως και έδωκεν αυτοίς επισιτισμόν εις την οδόν, 22 και πάσιν έδωκεν δισσάς στολάς, τω δε Βενιαμιν έδωκεν τριακοσίους χρυσούς και πέντε εξαλλασσούσας στολάς, 23 και τω πατρί αυτού απέστειλεν κατά τα αυτά και δέκα όνους αίροντας από πάντων των αγαθών Αιγύπτου και δέκα ημιόνους αιρούσας άρτους τω πατρί αυτού εις οδόν. 24 εξαπέστειλεν δε τους αδελφούς αυτού, και επορεύθησαν· και είπεν αυτοίς Μή οργίζεσθε εν τή οδώ. 25 Και ανέβησαν εξ Αιγύπτου και ήλθον εις γήν Χανααν πρός Ιακωβ τον πατέρα αυτών 26 και ανήγγειλαν αυτώ λέγοντες ότι Ο υιός σου Ιωσηφ ζή, και αυτός άρχει πάσης γής Αιγύπτου. και εξέστη η διάνοια Ιακωβ· ου γαρ επίστευσεν αυτοίς. 27 ελάλησαν δε αυτώ πάντα τα ρηθέντα υπό Ιωσηφ, όσα είπεν αυτοίς. ιδών δε τας αμάξας, ας απέστειλεν Ιωσηφ ώστε αναλαβείν αυτόν, ανεζωπύρησεν το πνεύμα Ιακωβ του πατρός αυτών. 28 είπεν δε Ισραηλ Μέγα μοί εστιν, ει έτι Ιωσηφ ο υιός μου ζή· πορευθείς όψομαι αυτόν προ του αποθανείν με.
Gen 46:1
Απάρας δε Ισραηλ, αυτός και πάντα τα αυτού, ήλθεν επί το φρέαρ του όρκου και έθυσεν θυσίαν τω θεώ του πατρός αυτού Ισαακ. 2 είπεν δε ο θεός Ισραηλ εν οράματι της νυκτός είπας Ιακωβ, Ιακωβ. ο δε είπεν Τί εστιν; 3 λέγων Εγώ ειμι ο θεός των πατέρων σου· μή φοβού καταβήναι εις Αίγυπτον· εις γαρ έθνος μέγα ποιήσω σε εκεί, 4 και εγώ καταβήσομαι μετά σού εις Αίγυπτον, και εγώ αναβιβάσω σε εις τέλος, και Ιωσηφ επιβαλεί τας χείρας επί τους οφθαλμούς σου. 5 ανέστη δε Ιακωβ από του φρέατος του όρκου, και ανέλαβον οι υιοί Ισραηλ τον πατέρα αυτών και την αποσκευήν και τας γυναίκας αυτών επί τας αμάξας, ας απέστειλεν Ιωσηφ άραι αυτόν, 6 και αναλαβόντες τα υπάρχοντα αυτών και πάσαν την κτήσιν, ην εκτήσαντο εν γή Χανααν, εισήλθον εις Αίγυπτον, Ιακωβ και παν το σπέρμα αυτού μετ’ αυτού, 7 υιοί και οι υιοί των υιών αυτού μετ’ αυτού, θυγατέρες και θυγατέρες των υιών αυτού· και παν το σπέρμα αυτού ήγαγεν εις Αίγυπτον. 8 Ταύτα δε τα ονόματα των υιών Ισραηλ των εισελθόντων εις Αίγυπτον. Ιακωβ και οι υιοί αυτού· πρωτότοκος Ιακωβ Ρουβην. 9 υιοί δε Ρουβην· Ενωχ και Φαλλους, Ασρων και Χαρμι. 10 υιοί δε Συμεων· Ιεμουηλ και Ιαμιν και Αωδ και Ιαχιν και Σααρ και Σαουλ υιός της Χανανίτιδος. 11 υιοί δε Λευι· Γηρσων, Κααθ και Μεραρι. 12 υιοί δε Ιουδα· Ηρ και Αυναν και Σηλωμ και Φαρες και Ζαρα· απέθανεν δε Ηρ και Αυναν εν γή Χανααν· εγένοντο δε υιοί Φαρες Ασρων και Ιεμουηλ. 13 υιοί δε Ισσαχαρ· Θωλα και Φουα και Ιασουβ και Ζαμβραμ. 14 υιοί δε Ζαβουλων· Σερεδ και Αλλων και Αλοηλ. 15 ούτοι υιοί Λειας, ούς έτεκεν τω Ιακωβ εν Μεσοποταμία της Συρίας, και Διναν την θυγατέρα αυτού· πάσαι αι ψυχαί, υιοί και θυγατέρες, τριάκοντα τρείς. – 16 υιοί δε Γαδ· Σαφων και Αγγις και Σαυνις και Θασοβαν και Αηδις και Αροηδις και Αροηλις. 17 υιοί δε Ασηρ· Ιεμνα και Ιεσουα και Ιεουλ και Βαρια, και Σαρα αδελφή αυτών. υιοί δε Βαρια· Χοβορ και Μελχιηλ. 18 ούτοι υιοί Ζελφας, ην έδωκεν Λαβαν Λεια τή θυγατρί αυτού, η έτεκεν τούτους τω Ιακωβ, δέκα εξ ψυχάς. – 19 υιοί δε Ραχηλ γυναικός Ιακωβ· Ιωσηφ και Βενιαμιν. 20 εγένοντο δε υιοί Ιωσηφ εν γή Αιγύπτω, ούς έτεκεν αυτώ Ασεννεθ θυγάτηρ Πετεφρη ιερέως Ηλίου πόλεως, τον Μανασση και τον Εφραιμ. εγένοντο δε υιοί Μανασση, ούς έτεκεν αυτώ η παλλακή η Σύρα, τον Μαχιρ· Μαχιρ δε εγέννησεν τον Γαλααδ. υιοί δε Εφραιμ αδελφού Μανασση· Σουταλααμ και Τααμ. υιοί δε Σουταλααμ· Εδεμ. 21 υιοί δε Βενιαμιν· Βαλα και Χοβωρ και Ασβηλ. εγένοντο δε υιοί Βαλα· Γηρα και Νοεμαν και Αγχις και Ρως και Μαμφιν και Οφιμιν· Γηρα δε εγέννησεν τον Αραδ. 22 ούτοι υιοί Ραχηλ, ούς έτεκεν τω Ιακωβ· πάσαι ψυχαί δέκα οκτώ. – 23 υιοί δε Δαν· Ασομ. 24 και υιοί Νεφθαλι· Ασιηλ και Γωυνι και Ισσααρ και Συλλημ. 25 ούτοι υιοί Βαλλας, ην έδωκεν Λαβαν Ραχηλ τή θυγατρί αυτού, η έτεκεν τούτους τω Ιακωβ· πάσαι ψυχαί επτά. – 26 πάσαι δε ψυχαί αι εισελθούσαι μετά Ιακωβ εις Αίγυπτον, οι εξελθόντες εκ των μηρών αυτού, χωρίς των γυναικών υιών Ιακωβ, πάσαι ψυχαί εξήκοντα εξ. 27 υιοί δε Ιωσηφ οι γενόμενοι αυτώ εν γή Αιγύπτω ψυχαί εννέα. πάσαι ψυχαί οίκου Ιακωβ αι εισελθούσαι εις Αίγυπτον εβδομήκοντα πέντε. 28 Τον δε Ιουδαν απέστειλεν έμπροσθεν αυτού πρός Ιωσηφ συναντήσαι αυτώ καθ’ Ηρώων πόλιν εις γήν Ραμεσση. 29 ζεύξας δε Ιωσηφ τα άρματα αυτού ανέβη εις συνάντησιν Ισραηλ τω πατρί αυτού καθ’ Ηρώων πόλιν και οφθείς αυτώ επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και έκλαυσεν κλαυθμώ πλείονι. 30 και είπεν Ισραηλ πρός Ιωσηφ Αποθανούμαι από του νύν, επεί εώρακα το πρόσωπόν σου· έτι γαρ συ ζής. 31 είπεν δε Ιωσηφ πρός τους αδελφούς αυτού Αναβάς απαγγελώ τω Φαραω και ερώ αυτώ Οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου, οί ήσαν εν γή Χανααν, ήκασιν πρός με· 32 οι δε άνδρες εισίν ποιμένες – άνδρες γαρ κτηνοτρόφοι ήσαν – και τα κτήνη και τους βόας και πάντα τα αυτών αγειόχασιν. 33 εάν ουν καλέσῃ υμάς Φαραω και είπῃ υμίν Τί το έργον υμών εστιν; 34 ερείτε Άνδρες κτηνοτρόφοι εσμέν οι παίδές σου εκ παιδός έως του νύν, και ημείς και οι πατέρες ημών, ίνα κατοικήσητε εν γή Γεσεμ Αραβία· βδέλυγμα γάρ εστιν Αιγυπτίοις πας ποιμήν προβάτων.
Gen 47:1
Ελθών δε Ιωσηφ απήγγειλεν τω Φαραω λέγων Ο πατήρ μου και οι αδελφοί μου και τα κτήνη και οι βόες αυτών και πάντα τα αυτών ήλθον εκ γής Χανααν και ιδού εισιν εν γή Γεσεμ. 2 από δε των αδελφών αυτού παρέλαβεν πέντε άνδρας και έστησεν αυτούς εναντίον Φαραω. 3 και είπεν Φαραω τοις αδελφοίς Ιωσηφ Τί το έργον υμών; οι δε είπαν τω Φαραω Ποιμένες προβάτων οι παίδές σου, και ημείς και οι πατέρες ημών. 4 είπαν δε τω Φαραω Παροικείν εν τή γή ήκαμεν· ου γάρ εστιν νομή τοις κτήνεσιν των παίδων σου, ενίσχυσεν γαρ ο λιμός εν γή Χανααν· νυν ουν κατοικήσομεν οι παίδές σου εν γή Γεσεμ. 5 είπεν δε Φαραω τω Ιωσφη Κατοικείτωσαν εν γή Γεσεμ· ει δε επίστῃ ότι εισίν εν αυτοίς άνδρες δυνατοί, κατάστησον αυτούς άρχοντας των εμών κτηνών. Ήλθον δε εις Αίγυπτον πρός Ιωσηφ Ιακωβ και οι υιοί αυτού, και ήκουσεν Φαραω βασιλεύς Αιγύπτου. και είπεν Φαραω πρός Ιωσηφ λέγων Ο πατήρ σου και οι αδελφοί σου ήκασι πρός σέ· 6 ιδού η γή Αιγύπτου εναντίον σού εστιν· εν τή βελτίστῃ γή κατοίκισον τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου. 7 εισήγαγεν δε Ιωσηφ Ιακωβ τον πατέρα αυτού και έστησεν αυτόν εναντίον Φαραω, και ευλόγησεν Ιακωβ τον Φαραω. 8 είπεν δε Φαραω τω Ιακωβ Πόσα έτη ημερών της ζωής σου; 9 και είπεν Ιακωβ τω Φαραω Αι ημέραι των ετών της ζωής μου, ας παροικώ, εκατόν τριάκοντα έτη· μικραί και πονηραί γεγόνασιν αι ημέραι των ετών της ζωής μου, ουκ αφίκοντο εις τας ημέρας των ετών της ζωής των πατέρων μου, ας ημέρας παρώκησαν. 10 και ευλογήσας Ιακωβ τον Φαραω εξήλθεν απ’ αυτού. 11 και κατώκισεν Ιωσηφ τον πατέρα και τους αδελφούς αυτού και έδωκεν αυτοίς κατάσχεσιν εν γή Αιγύπτου εν τή βελτίστῃ γή εν γή Ραμεσση, καθά προσέταξεν Φαραω. 12 και εσιτομέτρει Ιωσηφ τω πατρί και τοις αδελφοίς αυτού και παντί τω οίκω του πατρός αυτού σίτον κατά σώμα. 13 Σίτος δε ουκ ήν εν πάσῃ τή γή· ενίσχυσεν γαρ ο λιμός σφόδρα· εξέλιπεν δε η γή Αιγύπτου και η γή Χανααν από του λιμού. 14 συνήγαγεν δε Ιωσηφ παν το αργύριον το ευρεθέν εν γή Αιγύπτου και εν γή Χανααν του σίτου, ού ηγόραζον και εσιτομέτρει αυτοίς, και εισήνεγκεν Ιωσηφ παν το αργύριον εις τον οίκον Φαραω. 15 και εξέλιπεν παν το αργύριον εκ γής Αιγύπτου και εκ γής Χανααν. ήλθον δε πάντες οι Αιγύπτιοι πρός Ιωσηφ λέγοντες Δος ημίν άρτους, και ίνα τί αποθνῄσκομεν εναντίον σου; εκλέλοιπεν γαρ το αργύριον ημών. 16 είπεν δε αυτοίς Ιωσηφ Φέρετε τα κτήνη υμών, και δώσω υμίν άρτους αντί των κτηνών υμών, ει εκλέλοιπεν το αργύριον. 17 ήγαγον δε τα κτήνη πρός Ιωσηφ, και έδωκεν αυτοίς Ιωσηφ άρτους αντί των ίππων και αντί των προβάτων και αντί των βοών και αντί των όνων και εξέθρεψεν αυτούς εν άρτοις αντί πάντων των κτηνών αυτών εν τω ενιαυτώ εκείνω. – 18 εξήλθεν δε το έτος εκείνο, και ήλθον πρός αυτόν εν τω έτει τω δευτέρω και είπαν αυτώ Μήποτε εκτριβώμεν από του κυρίου ημών· ει γαρ εκλέλοιπεν το αργύριον και τα υπάρχοντα και τα κτήνη πρός σε τον κύριον, και ουχ υπολείπεται ημίν εναντίον του κυρίου ημών αλλ’ ή το ίδιον σώμα και η γή ημών. 19 ίνα ουν μή αποθάνωμεν εναντίον σου και η γή ερημωθή, κτήσαι ημάς και την γήν ημών αντί άρτων, και εσόμεθα ημείς και η γή ημών παίδες Φαραω· δος σπέρμα, ίνα σπείρωμεν και ζώμεν και μή αποθάνωμεν και η γή ουκ ερημωθήσεται. 20 και εκτήσατο Ιωσηφ πάσαν την γήν των Αιγυπτίων τω Φαραω· απέδοντο γαρ οι Αιγύπτιοι την γήν αυτών τω Φαραω, επεκράτησεν γαρ αυτών ο λιμός· και εγένετο η γή Φαραω, 21 και τον λαόν κατεδουλώσατο αυτώ εις παίδας απ’ άκρων ορίων Αιγύπτου έως των άκρων, 22 χωρίς της γής των ιερέων μόνον· ουκ εκτήσατο ταύτην Ιωσηφ, εν δόσει γαρ έδωκεν δόμα τοις ιερεύσιν Φαραω, και ήσθιον την δόσιν, ην έδωκεν αυτοίς Φαραω· διά τούτο ουκ απέδοντο την γήν αυτών. 23 είπεν δε Ιωσηφ πάσι τοις Αιγυπτίοις Ιδού κέκτημαι υμάς και την γήν υμών σήμερον τω Φαραω· λάβετε εαυτοίς σπέρμα και σπείρατε την γήν, 24 και έσται τα γενήματα αυτής δώσετε το πέμπτον μέρος τω Φαραω, τα δε τέσσαρα μέρη έσται υμίν αυτοίς εις σπέρμα τή γή και εις βρώσιν υμίν και πάσιν τοις εν τοις οίκοις υμών. 25 και είπαν Σέσωκας ημάς, εύρομεν χάριν εναντίον του κυρίου ημών και εσόμεθα παίδες Φαραω. 26 και έθετο αυτοίς Ιωσηφ εις πρόσταγμα έως της ημέρας ταύτης επί γήν Αιγύπτου τω Φαραω αποπεμπτούν, χωρίς της γής των ιερέων μόνον· ουκ ήν τω Φαραω. 27 Κατώκησεν δε Ισραηλ εν γή Αιγύπτω επί της γής Γεσεμ και εκληρονόμησαν επ’ αυτής και ηυξήθησαν και επληθύνθησαν σφόδρα. – 28 επέζησεν δε Ιακωβ εν γή Αιγύπτω δέκα επτά έτη· εγένοντο δε αι ημέραι Ιακωβ ενιαυτών της ζωής αυτού εκατόν τεσσαράκοντα επτά έτη. 29 ήγγισαν δε αι ημέραι Ισραηλ του αποθανείν, και εκάλεσεν τον υιόν αυτού Ιωσηφ και είπεν αυτώ Ει εύρηκα χάριν εναντίον σου, υπόθες την χείρά σου υπό τον μηρόν μου και ποιήσεις επ’ εμέ ελεημοσύνην και αλήθειαν του μή με θάψαι εν Αιγύπτω, 30 αλλά κοιμηθήσομαι μετά των πατέρων μου, και αρείς με εξ Αιγύπτου και θάψεις με εν τω τάφω αυτών. ο δε είπεν Εγω ποιήσω κατά το ρήμά σου. 31 είπεν δέ Όμοσόν μοι. και ώμοσεν αυτώ. και προσεκύνησεν Ισραηλ επί το άκρον της ράβδου αυτού.
Gen 48:1
Εγένετο δε μετά τα ρήματα ταύτα και απηγγέλη τω Ιωσηφ ότι Ο πατήρ σου ενοχλείται. και αναλαβών τους δύο υιούς αυτού, τον Μανασση και τον Εφραιμ, ήλθεν πρός Ιακωβ. 2 απηγγέλη δε τω Ιακωβ λέγοντες Ιδού ο υιός σου Ιωσηφ έρχεται πρός σέ. και ενισχύσας Ισραηλ εκάθισεν επί την κλίνην. 3 και είπεν Ιακωβ τω Ιωσηφ Ο θεός μου ώφθη μοι εν Λουζα εν γή Χανααν και ευλόγησέν με 4 και είπέν μοι Ιδού εγώ αυξανώ σε και πληθυνώ σε και ποιήσω σε εις συναγωγάς εθνών και δώσω σοι την γήν ταύτην και τω σπέρματί σου μετά σε εις κατάσχεσιν αιώνιον. 5 νυν ουν οι δύο υιοί σου οι γενόμενοί σοι εν Αιγύπτω προ του με ελθείν πρός σε εις Αίγυπτον εμοί εισιν, Εφραιμ και Μανασση ως Ρουβην και Συμεων έσονταί μοι· 6 τα δε έκγονα, α εάν γεννήσῃς μετά ταύτα, σοί έσονται, επί τω ονόματι των αδελφών αυτών κληθήσονται εν τοις εκείνων κλήροις. 7 εγώ δε ηνίκα ηρχόμην εκ Μεσοποταμίας της Συρίας, απέθανεν Ραχηλ η μήτηρ σου εν γή Χανααν εγγίζοντός μου κατά τον ιππόδρομον χαβραθα της γής του ελθείν Εφραθα, και κατώρυξα αυτήν εν τή οδώ του ιπποδρόμου [αύτη εστίν Βαιθλεεμ]. – 8 ιδών δε Ισραηλ τους υιούς Ιωσηφ είπεν Τίνες σοι ούτοι; 9 είπεν δε Ιωσηφ τω πατρί αυτού Υιοί μού εισιν, ούς έδωκέν μοι ο θεός ενταύθα. και είπεν Ιακωβ Προσάγαγέ μοι αυτούς, ίνα ευλογήσω αυτούς. 10 οι δε οφθαλμοί Ισραηλ εβαρυώπησαν από του γήρους, και ουκ ηδύνατο βλέπειν· και ήγγισεν αυτούς πρός αυτόν, και εφίλησεν αυτούς και περιέλαβεν αυτούς. 11 και είπεν Ισραηλ πρός Ιωσηφ Ιδού του προσώπου σου ουκ εστερήθην, και ιδού έδειξέν μοι ο θεός και το σπέρμα σου. 12 και εξήγαγεν Ιωσηφ αυτούς από των γονάτων αυτού, και προσεκύνησαν αυτώ επί πρόσωπον επί της γής. 13 λαβών δε Ιωσηφ τους δύο υιούς αυτού, τόν τε Εφραιμ εν τή δεξιά εξ αριστερών δε Ισραηλ, τον δε Μανασση εν τή αριστερά εκ δεξιών δε Ισραηλ, ήγγισεν αυτούς αυτώ. 14 εκτείνας δε Ισραηλ την χείρα την δεξιάν επέβαλεν επί την κεφαλήν Εφραιμ – ούτος δε ήν ο νεώτερος – και την αριστεράν επί την κεφαλήν Μανασση, εναλλάξ τας χείρας. 15 και ηυλόγησεν αυτούς και είπεν Ο θεός, ω ευηρέστησαν οι πατέρες μου εναντίον αυτού Αβρααμ και Ισαακ, ο θεός ο τρέφων με εκ νεότητος έως της ημέρας ταύτης, 16 ο άγγελος ο ρυόμενός με εκ πάντων των κακών ευλογήσαι τα παιδία ταύτα, και επικληθήσεται εν αυτοίς το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου Αβρααμ και Ισαακ, και πληθυνθείησαν εις πλήθος πολύ επί της γής. 17 ιδών δε Ιωσηφ ότι επέβαλεν ο πατήρ την δεξιάν αυτού επί την κεφαλήν Εφραιμ, βαρύ αυτώ κατεφάνη, και αντελάβετο Ιωσηφ της χειρός του πατρός αυτού αφελείν αυτήν από της κεφαλής Εφραιμ επί την κεφαλήν Μανασση. 18 είπεν δε Ιωσηφ τω πατρί αυτού Ουχ ούτως, πάτερ· ούτος γαρ ο πρωτότοκος· επίθες την δεξιάν σου επί την κεφαλήν αυτού. 19 και ουκ ηθέλησεν, αλλά είπεν Οίδα, τέκνον, οίδα· και ούτος έσται εις λαόν, και ούτος υψωθήσεται, αλλά ο αδελφός αυτού ο νεώτερος μείζων αυτού έσται, και το σπέρμα αυτού έσται εις πλήθος εθνών. 20 και ευλόγησεν αυτούς εν τή ημέρα εκείνῃ λέγων Εν υμίν ευλογηθήσεται Ισραηλ λέγοντες Ποιήσαι σε ο θεός ως Εφραιμ και ως Μανασση· και έθηκεν τον Εφραιμ έμπροσθεν του Μανασση. – 21 είπεν δε Ισραηλ τω Ιωσηφ Ιδού εγώ αποθνῄσκω, και έσται ο θεός μεθ’ υμών και αποστρέψει υμάς εις την γήν των πατέρων υμών· 22 εγώ δε δίδωμί σοι Σικιμα εξαίρετον υπέρ τους αδελφούς σου, ην έλαβον εκ χειρός Αμορραίων εν μαχαίρα μου και τόξω.
Gen 49:1
Εκάλεσεν δε Ιακωβ τους υιούς αυτού και είπεν Συνάχθητε, ίνα αναγγείλω υμίν, τί απαντήσει υμίν επ’ εσχάτων των ημερών· 2 αθροίσθητε και ακούσατε, υιοί Ιακωβ, ακούσατε Ισραηλ του πατρός υμών. 3 Ρουβην, πρωτότοκός μου σύ, ισχύς μου και αρχή τέκνων μου, σκληρός φέρεσθαι και σκληρός αυθάδης. 4 εξύβρισας ως ύδωρ, μή εκζέσῃς· ανέβης γαρ επί την κοίτην του πατρός σου· τότε εμίανας την στρωμνήν, ού ανέβης. 5 Συμεων και Λευι αδελφοί· συνετέλεσαν αδικίαν εξ αιρέσεως αυτών. 6 εις βουλήν αυτών μή έλθοι η ψυχή μου, και επί τή συστάσει αυτών μή ερείσαι τα ήπατά μου, ότι εν τω θυμώ αυτών απέκτειναν ανθρώπους και εν τή επιθυμία αυτών ενευροκόπησαν ταύρον. 7 επικατάρατος ο θυμός αυτών, ότι αυθάδης, και η μήνις αυτών, ότι εσκληρύνθη· διαμεριώ αυτούς εν Ιακωβ και διασπερώ αυτούς εν Ισραηλ. 8 Ιουδα, σε αινέσαισαν οι αδελφοί σου· αι χείρές σου επί νώτου των εχθρών σου· προσκυνήσουσίν σοι οι υιοί του πατρός σου. 9 σκύμνος λέοντος Ιουδα· εκ βλαστού, υιέ μου, ανέβης· αναπεσών εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος· τίς εγερεί αυτόν; 10 ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιουδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθῃ τα αποκείμενα αυτώ, και αυτός προσδοκία εθνών. 11 δεσμεύων πρός άμπελον τον πώλον αυτού και τή έλικι τον πώλον της όνου αυτού· πλυνεί εν οίνω την στολήν αυτού και εν αίματι σταφυλής την περιβολήν αυτού· 12 χαροποί οι οφθαλμοί αυτού από οίνου, και λευκοί οι οδόντες αυτού ή γάλα. 13 Ζαβουλων παράλιος κατοικήσει, και αυτός παρ’ όρμον πλοίων, και παρατενεί έως Σιδώνος. 14 Ισσαχαρ το καλόν επεθύμησεν αναπαυόμενος ανά μέσον των κλήρων· 15 και ιδών την ανάπαυσιν ότι καλή, και την γήν ότι πίων, υπέθηκεν τον ώμον αυτού εις το πονείν και εγενήθη ανήρ γεωργός. 16 Δαν κρινεί τον εαυτού λαόν ωσεί και μία φυλή εν Ισραηλ. 17 και γενηθήτω Δαν όφις εφ’ οδού εγκαθήμενος επί τρίβου, δάκνων πτέρναν ίππου, και πεσείται ο ιππεύς εις τα οπίσω. 18 την σωτηρίαν περιμένω κυρίου. 19 Γαδ, πειρατήριον πειρατεύσει αυτόν, αυτός δε πειρατεύσει αυτών κατά πόδας. 20 Ασηρ, πίων αυτού ο άρτος, και αυτός δώσει τρυφήν άρχουσιν. 21 Νεφθαλι στέλεχος ανειμένον, επιδιδούς εν τω γενήματι κάλλος. 22 Υιός ηυξημένος Ιωσηφ, υιός ηυξημένος ζηλωτός, υιός μου νεώτατος· πρός με ανάστρεψον. 23 εις ον διαβουλευόμενοι ελοιδόρουν, και ενείχον αυτώ κύριοι τοξευμάτων· 24 και συνετρίβη μετά κράτους τα τόξα αυτών, και εξελύθη τα νεύρα βραχιόνων χειρών αυτών διά χείρα δυνάστου Ιακωβ, εκείθεν ο κατισχύσας Ισραηλ· 25 παρά θεού του πατρός σου, και εβοήθησέν σοι ο θεός ο εμός και ευλόγησέν σε ευλογίαν ουρανού άνωθεν και ευλογίαν γής εχούσης πάντα· ένεκεν ευλογίας μαστών και μήτρας, 26 ευλογίας πατρός σου και μητρός σου· υπερίσχυσεν επ’ ευλογίαις ορέων μονίμων και επ’ ευλογίαις θινών αενάων· έσονται επί κεφαλήν Ιωσηφ και επί κορυφής ων ηγήσατο αδελφών. 27 Βενιαμιν λύκος άρπαξ· το πρωινόν έδεται έτι και εις το εσπέρας διαδώσει τροφήν. 28 Πάντες ούτοι υιοί Ιακωβ δώδεκα, και ταύτα ελάλησεν αυτοίς ο πατήρ αυτών και ευλόγησεν αυτούς, έκαστον κατά την ευλογίαν αυτού ευλόγησεν αυτούς. 29 και είπεν αυτοίς Εγω προστίθεμαι πρός τον εμόν λαόν· θάψατέ με μετά των πατέρων μου εν τω σπηλαίω, ο εστιν εν τω αγρώ Εφρων του Χετταίου, 30 εν τω σπηλαίω τω διπλώ τω απέναντι Μαμβρη εν τή γή Χανααν, ο εκτήσατο Αβρααμ το σπήλαιον παρά Εφρων του Χετταίου εν κτήσει μνημείου· 31 εκεί έθαψαν Αβρααμ και Σαρραν την γυναίκα αυτού, εκεί έθαψαν Ισαακ και Ρεβεκκαν την γυναίκα αυτού, και εκεί έθαψα Λειαν 32 εν κτήσει του αγρού και του σπηλαίου του όντος εν αυτώ παρά των υιών Χετ. 33 και κατέπαυσεν Ιακωβ επιτάσσων τοις υιοίς αυτού και εξάρας τους πόδας αυτού επί την κλίνην εξέλιπεν και προσετέθη πρός τον λαόν αυτού.
Gen 50:1
Καί επιπεσών Ιωσηφ επί το πρόσωπον του πατρός αυτού έκλαυσεν επ’ αυτόν και εφίλησεν αυτόν. 2 και προσέταξεν Ιωσηφ τοις παισίν αυτού τοις ενταφιασταίς ενταφιάσαι τον πατέρα αυτού, και ενεταφίασαν οι ενταφιασταί τον Ισραηλ. 3 και επλήρωσαν αυτού τεσσαράκοντα ημέρας· ούτως γαρ καταριθμούνται αι ημέραι της ταφής. και επένθησεν αυτόν Αίγυπτος εβδομήκοντα ημέρας. 4 Επειδή δε παρήλθον αι ημέραι του πένθους, ελάλησεν Ιωσηφ πρός τους δυνάστας Φαραω λέγων Ει εύρον χάριν εναντίον υμών, λαλήσατε περί εμού εις τα ώτα Φαραω λέγοντες 5 Ο πατήρ μου ώρκισέν με λέγων Εν τω μνημείω, ω ώρυξα εμαυτώ εν γή Χανααν, εκεί με θάψεις· νυν ουν αναβάς θάψω τον πατέρα μου και επανελεύσομαι. 6 και είπεν Φαραω Ανάβηθι, θάψον τον πατέρα σου, καθάπερ ώρκισέν σε. 7 και ανέβη Ιωσηφ θάψαι τον πατέρα αυτού, και συνανέβησαν μετ’ αυτού πάντες οι παίδες Φαραω και οι πρεσβύτεροι του οίκου αυτού και πάντες οι πρεσβύτεροι της γής Αιγύπτου 8 και πάσα η πανοικία Ιωσηφ και οι αδελφοί αυτού και πάσα η οικία η πατρική αυτού, και την συγγένειαν και τα πρόβατα και τους βόας υπελίποντο εν γή Γεσεμ. 9 και συνανέβησαν μετ’ αυτού και άρματα και ιππείς, και εγένετο η παρεμβολή μεγάλη σφόδρα. 10 και παρεγένοντο εφ’ άλωνα Αταδ, ο εστιν πέραν του Ιορδάνου, και εκόψαντο αυτόν κοπετόν μέγαν και ισχυρόν σφόδρα· και εποίησεν το πένθος τω πατρί αυτού επτά ημέρας. 11 και είδον οι κάτοικοι της γής Χανααν το πένθος εν άλωνι Αταδ και είπαν Πένθος μέγα τούτό εστιν τοις Αιγυπτίοις· διά τούτο εκάλεσεν το όνομα αυτού Πένθος Αιγύπτου, ο εστιν πέραν του Ιορδάνου. 12 και εποίησαν αυτώ ούτως οι υιοί αυτού και έθαψαν αυτόν εκεί. 13 και ανέλαβον αυτόν οι υιοί αυτού εις γήν Χανααν και έθαψαν αυτόν εις το σπήλαιον το διπλούν, ο εκτήσατο Αβρααμ το σπήλαιον εν κτήσει μνημείου παρά Εφρων του Χετταίου κατέναντι Μαμβρη. 14 και απέστρεψεν Ιωσηφ εις Αίγυπτον, αυτός και οι αδελφοί αυτού και οι συναναβάντες θάψαι τον πατέρα αυτού. 15 Ιδόντες δε οι αδελφοί Ιωσηφ ότι τέθνηκεν ο πατήρ αυτών, είπαν Μήποτε μνησικακήσῃ ημίν Ιωσηφ και ανταπόδομα ανταποδώ ημίν πάντα τα κακά, α ενεδειξάμεθα αυτώ. 16 και παρεγένοντο πρός Ιωσηφ λέγοντες Ο πατήρ σου ώρκισεν προ του τελευτήσαι αυτόν λέγων 17 Ούτως είπατε Ιωσηφ Άφες αυτοίς την αδικίαν και την αμαρτίαν αυτών, ότι πονηρά σοι ενεδείξαντο· και νυν δέξαι την αδικίαν των θεραπόντων του θεού του πατρός σου. και έκλαυσεν Ιωσηφ λαλούντων αυτών πρός αυτόν. 18 και ελθόντες πρός αυτόν είπαν Οίδε ημείς σοι οικέται. 19 και είπεν αυτοίς Ιωσηφ Μή φοβείσθε· του γαρ θεού ειμι εγώ. 20 υμείς εβουλεύσασθε κατ’ εμού εις πονηρά, ο δε θεός εβουλεύσατο περί εμού εις αγαθά, όπως αν γενηθή ως σήμερον, ίνα διατραφή λαός πολύς. 21 και είπεν αυτοίς Μή φοβείσθε· εγώ διαθρέψω υμάς και τας οικίας υμών. και παρεκάλεσεν αυτούς και ελάλησεν αυτών εις την καρδίαν. 22 Και κατώκησεν Ιωσηφ εν Αιγύπτω, αυτός και οι αδελφοί αυτού και πάσα η πανοικία του πατρός αυτού. και έζησεν Ιωσηφ έτη εκατόν δέκα. 23 και είδεν Ιωσηφ Εφραιμ παιδία έως τρίτης γενεάς, και υιοί Μαχιρ του υιού Μανασση ετέχθησαν επί μηρών Ιωσηφ. 24 και είπεν Ιωσηφ τοις αδελφοίς αυτού λέγων Εγω αποθνῄσκω· επισκοπή δε επισκέψεται υμάς ο θεός και ανάξει υμάς εκ της γής ταύτης εις την γήν, ην ώμοσεν ο θεός τοις πατράσιν ημών Αβρααμ και Ισαακ και Ιακωβ. 25 και ώρκισεν Ιωσηφ τους υιούς Ισραηλ λέγων Εν τή επισκοπή, ή επισκέψεται υμάς ο θεός, και συνανοίσετε τα οστά μου εντεύθεν μεθ’ υμών. 26 και ετελεύτησεν Ιωσηφ ετών εκατόν δέκα· και έθαψαν αυτόν και έθηκαν εν τή σορώ εν Αιγύπτω.0